Δεν είναι οι 7 ώρες ύπνου ιδανικές για όλους - Ποιοι χρειάζονται λιγότερο ύπνο για να είναι υγιείς
Στο ερώτημα αν ο ύπνος λιγότερο από επτά ώρες είναι αρκετός, η επιστήμη έχει μια απάντηση: μερικές φορές είναι ακόμη και ωφέλιμος.
Οι επιστήμονες έχουν εντοπίσει κάποιους ανθρώπους, για τους οποίους οι λίγες ώρες ύπνου, δεν είναι απλώς επαρκείς, μπορούν ακόμη και να βελτιώσουν την υγεία.
Ο ύπνος είναι μια έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη. Έχουμε αναπτύξει εργαλεία για να κοιμόμαστε γρήγορα, ξέρουμε την καλύτερη ώρα για να πάμε για ύπνο και έχουμε εφεύρει πολλές τεχνικές χαλάρωσης και ξεκούρασης.
Αν και ακούμε συνεχώς ότι ο περισσότερος ύπνος είναι καλύτερος για την υγεία μας, αυτό δεν ισχύει πάντα.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν μάλιστα πρόσφατα, ότι μπορεί να το παρακάνουμε με τον αριθμό των ωρών που κοιμόμαστε. Γνωρίζουμε επίσης ότι μερικές φορές ο «λιγότερος» ύπνος είναι ακόμη και ωφέλιμος.
Η άποψη ότι πρέπει όλοι να κοιμούνται 7-9 ώρες τη νύχτα, υποστηρίζεται από έρευνες που συνδέουν την έλλειψη ύπνου με προβλήματα υγείας, όπως απώλεια μνήμης, καρδιακές παθήσεις, αδύναμο ανοσοποιητικό, ακόμη και άνοια.
Όλοι οι άνθρωποι όμως δεν είναι ίδιοι. Κάποιοι έχουν γενετική προδιάθεση σε ανάγκη λιγότερου ύπνου. Συγκεκριμένα, χρειάζονται μόνο τέσσερις έως έξι ώρες ύπνου για να παραμείνουν ενεργητικοί και υγιείς, γεγονός που έχει οδηγήσει τους επιστήμονες να επανεξετάσουν την παραδοσιακή αντίληψη ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε τις ίδιες ανάγκες σε ύπνο.
Έρευνα με επικεφαλής τους Louis Ptáček και Ying-Hui Fu στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, εντόπισε αρκετές γενετικές μεταλλάξεις που ευθύνονται για το φαινόμενο του φυσικού σύντομου ύπνου. Η μετάλλαξη στο γονίδιο DEC2 ήταν η πρώτη που ανακαλύφθηκε.
Το γονίδιο αυτό ρυθμίζει την παραγωγή της ορεξίνης, μιας ορμόνης που προάγει την εγρήγορση. Σε αυτούς τους ανθρώπους, τα επίπεδα ορεξίνης είναι υψηλότερα, επιτρέποντάς τους να παραμένουν ξύπνιοι και δραστήριοι με λιγότερο ύπνο.
Στη συνέχεια, εντοπίστηκαν μεταλλάξεις και σε άλλα γονίδια, όπως το ADRB1, το οποίο εμπλέκεται στη ρύθμιση του ύπνου στο εγκεφαλικό στέλεχος, και το NPSR1, το οποίο επηρεάζει τον κύκλο ύπνου-αφύπνισης.
Αυτές οι μεταλλάξεις όχι μόνο καθιστούν δυνατό τον ύπνο για λιγότερο χρόνο, αλλά φαίνεται επίσης να προστατεύουν από τις αρνητικές επιπτώσεις της στέρησης ύπνου, όπως η εξασθένιση της μνήμης.
Στην πραγματικότητα, πειράματα με γενετικά τροποποιημένα ποντίκια έδειξαν ότι τα ζώα αυτά κοιμόντουσαν λιγότερο αλλά διατηρούσαν φυσιολογικές γνωστικές επιδόσεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο εγκέφαλός τους είναι πιο αποτελεσματικός στην παγίωση της μνήμης και στην εξάλειψη των τοξινών κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Τα άτομα με αυτή τη γενετική προδιάθεση, όχι μόνο ωφελούνται από τη μειωμένη ανάπαυση, αλλά παρουσιάζουν και μοναδικά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, οι μελέτες δείχνουν ότι τείνουν να είναι πιο ενεργητικοί, ανθεκτικοί στο στρες, αισιόδοξοι και πιο ανθεκτικοί στον πόνο.
Επιπλέον, προκαταρκτικές έρευνες δείχνουν ότι μπορεί να ζουν περισσότερα χρόνια λόγω της αποτελεσματικότητας των μεταβολικών και εγκεφαλικών καθαριστικών διαδικασιών τους, μειώνοντας τη συσσώρευση τοξικών πρωτεϊνών που σχετίζονται με ασθένειες όπως η νόσος Αλτσχάιμερ.
Η κατανόηση των βιολογικών μηχανισμών πίσω από αυτό το φαινόμενο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε θεραπείες για τις διαταραχές του ύπνου και στην ανάπτυξη παρεμβάσεων που βελτιστοποιούν την ποιότητα του ύπνου για τον γενικό πληθυσμό.
Πηγή: Xataka