Οι επιπτώσεις των οθονών στην ποιότητα ύπνου των νηπίων
Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι ο κακός ύπνος στην πρώιμη παιδική ηλικία σχετίζεται με προβλήματα υγείας, καθυστερήσεις στην ανάπτυξη και προβλήματα συμπεριφοράς.
Η μελέτη Bedtime Boost, η πρώτη παγκοσμίως τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή (RCT) σχετικά με τον χρόνο που αφιερώνουν τα νήπια στις οθόνες, δείχνει ότι η μείωση του χρόνου που περνούν τα μικρά παιδιά μπροστά στις οθόνες πριν από τον ύπνο, βελτιώνει την ποιότητα του ύπνου τους.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο των Τεχνών του Λονδίνου (UAL), το Birkbeck, το Queen Mary του Λονδίνου, το Πανεπιστήμιο του Bath και το King's College, μελέτησαν οικογένειες με νήπια ηλικίας 16 έως 30 μηνών από το Λονδίνο.
Τα παιδιά των 105 οικογενειών, που χρησιμοποιούσαν συστηματικά οθόνες πριν από τον ύπνο, κατατάχθηκαν τυχαία σε μία από τις δύο ομάδες.
Στην ομάδα παρέμβασης, οι γονείς έλαβαν οδηγίες να μηδενίσουν τον χρόνο επί των οθονών την ώρα που προηγείται του ύπνου, αντικαθιστώντας την με δραστηριότητες που δεν βασίζονται στη χρήση οθόνης (όπως ένα ηρεμιστικό παιχνίδι, διάβασμα ή παζλ) για μια περίοδο επτά εβδομάδων.
Τα νήπια της ομάδας ελέγχου ασχολήθηκαν με παρόμοιες δραστηριότητες χωρίς καμία ειδική αναφορά στον χρόνο της οθόνης. Ο ύπνος των νηπίων παρακολουθήθηκε πριν και μετά την παρέμβαση με τη χρήση ενός φορητού ανιχνευτή κίνησης.
Οι γονείς στην ομάδα παρέμβασης αφαίρεσαν επιτυχώς τον χρόνο της οθόνης πριν από τον ύπνο, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας του ύπνου των νηπίων τους, συμπεριλαμβανομένου του πιο αποτελεσματικού ύπνου και των λιγότερων νυχτερινών αφυπνίσεων.
Ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Tim Smith από το Ινστιτούτο Δημιουργικής Πληροφορικής του UAL, εξηγεί: «Προηγούμενες μελέτες συσχέτισης έχουν δείξει ότι όσο περισσότερο χρόνο περνούν τα νήπια στην οθόνη, τόσο χειρότερη είναι η ποιότητα του ύπνου τους. Δεν ήταν όμως δυνατό να γνωρίζουμε αν η χρήση οθόνης προκαλεί προβλήματα ύπνου ή το αντίστροφο. Η μελέτη Bedtime Boost παρέχει τα πρώτα προκαταρκτικά στοιχεία ότι η αφαίρεση της χρήσης οθόνης από τα νήπια πριν από τον ύπνο μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερο ύπνο. Απαιτείται περαιτέρω εργασία για την αναπαραγωγή αυτών των αποτελεσμάτων σε μεγαλύτερο αριθμό οικογενειών».
Η καθηγήτρια Rachael Bedford, επικεφαλής του Εργαστηρίου Ανάπτυξης Παιδιού του Queen Mary και συν-επικεφαλής της μελέτης, προσθέτει: «Συνεργαζόμασταν στενά με τους γονείς και τους επαγγελματίες της πρώιμης ηλικίας για να διασφαλίσουμε ότι η παρέμβαση Bedtime Boost ήταν χαμηλού κόστους και εύκολη στην εφαρμογή. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η δοκιμή ήταν εφικτή για τους γονείς, με όλες τις οικογένειες που συμμετείχαν στην παρέμβαση να ολοκληρώνουν τη δοκιμή. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω εργασία για να κατανοήσουμε πώς οι ποικίλοι τρόποι με τους οποίους οι οικογένειες χρησιμοποιούν τα μέσα προβολής μπορούν να επηρεάσουν αυτά τα αποτελέσματα».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Pediatrics.