Μέταλλα που προκαλούν αθηροσκλήρωση και καρδιαγγειακά
Οι υψηλές συγκεντρώσεις στο σώμα μετάλλων που βρίσκονται στο περιβάλλον -ανάμεσα σε αυτά κάδμιο, ουράνιο και κοβάλτιο- μπορούν να επιδεινώσουν τις καρδιακές παθήσεις, σύμφωνα με νέα έρευνα.
«Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία της εξέτασης της έκθεσης σε μέταλλα ως σημαντικού παράγοντα κινδύνου για την αθηροσκλήρωση και τα καρδιαγγειακά νοσήματα», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης Katlyn McGraw, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
«Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες στρατηγικές πρόληψης και θεραπείας που στοχεύουν την έκθεση σε μέταλλα», πρόσθεσε.
Η ομάδα της McGraw διαπίστωσε ότι όσο αυξάνονταν τα επίπεδα διαφόρων μετάλλων στα δείγματα ούρων των ανθρώπων, τόσο αυξάνονταν και οι ενδείξεις για πιο δύσκαμπτες, ασβεστοποιημένες αρτηρίες - βασικό συστατικό της καρδιακής νόσου.
Η ομάδα του Κολούμπια εξέτασε συγκεκριμένα μια διαδικασία που ονομάζεται αθηροσκλήρωση, τη σταδιακή σκλήρυνση των αιμοφόρων αγγείων που προκαλείται από τη συσσώρευση λιπαρών εναποθέσεων. Η αθηροσκλήρωση μπορεί επίσης να οδηγήσει στη συσσώρευση επικίνδυνων εναποθέσεων ασβεστίου στις αρτηρίες.
Μπορεί η έκθεση σε περιβαλλοντικά τοξικά μέταλλα να συμβάλει σε όλα αυτά;
Για να το ανακαλύψουν, οι ερευνητές ανάλυσαν στοιχεία από μια μεγάλη βάση δεδομένων με περισσότερους από 6.400 Αμερικανούς μεσήλικες και ηλικιωμένους, οι οποίοι δεν έπασχαν από κάποια καρδιοπάθεια όταν εγγράφηκαν στη μελέτη μεταξύ 2000 και 2002.
Στα δείγματα ούρων τους παρακολούθησαν τα επίπεδα έξι περιβαλλοντικών μετάλλων που ήταν ήδη γνωστό ότι συνδέονται με τις καρδιακές παθήσεις: Κάδμιο, κοβάλτιο, χαλκό, βολφράμιο, ουράνιο και ψευδάργυρο.
Οι άνθρωποι συνήθως εκτίθενται στο κάδμιο μέσω του καπνού, ενώ τα άλλα πέντε μέταλλα συνδέονται με τα γεωργικά λιπάσματα, τις μπαταρίες, την παραγωγή πετρελαίου, τη συγκόλληση, την εξόρυξη και την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας.
Οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε τέσσερις ομάδες, από τις χαμηλότερες προς τις υψηλότερες συγκεντρώσεις των διαφόρων μετάλλων στα ούρα.
Σε ότι αφορά το κάδμιο, οι άνθρωποι που τοποθετήθηκαν στο υψηλότερο τεταρτημόριο, είχαν επίπεδα ασβεστοποίησης των αρτηριών που ήταν 75% υψηλότερα κατά τη διάρκεια της δεκαετούς περιόδου μελέτης σε σύγκριση με εκείνους που βρίσκονταν στο χαμηλότερο τεταρτημόριο.
Για το βολφράμιο, το ουράνιο και το κοβάλτιο στα ούρα, οι αριθμοί αυτοί ήταν 45%, 39% και 47% υψηλότεροι, αντίστοιχα.
Τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα χαλκού και ψευδαργύρου στα ούρα, είχαν επίπεδα ασβεστοποίησης 33% και 57% υψηλότερα, αντίστοιχα, από εκείνα με τα χαμηλότερα επίπεδα.
Υπήρχαν επίσης γεωγραφικές εστίες για ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα μετάλλων στα ούρα. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που ζούσαν στο Λος Άντζελες είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα βολφραμίου και ουρανίου στα ούρα και κάπως υψηλότερα επίπεδα καδμίου, κοβαλτίου και χαλκού.
Η McGraw πιστεύει ότι τα ευρήματα θα πρέπει να χρησιμεύσουν ως προειδοποίηση για τους υπεύθυνους χάραξης περιβαλλοντικής πολιτικής.
«Η ρύπανση είναι ο μεγαλύτερος περιβαλλοντικός κίνδυνος για την καρδιαγγειακή υγεία», δήλωσε.
«Δεδομένης της ευρείας εμφάνισης αυτών των μετάλλων λόγω βιομηχανικών και γεωργικών δραστηριοτήτων, η μελέτη αυτή επιτάσσει αυξημένη ευαισθητοποίηση και λήψη μέτρων για τον περιορισμό της έκθεσης και την προστασία της καρδιαγγειακής υγείας».
Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση Journal of the American College of Cardiology.