Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής: Τι πρέπει να γνωρίζουν οι ασθενείς με αυτοάνοσα (έρευνα)
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής (Τετάρτη 16/10/2019) ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της πανελλαδικής επιδημιολογικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία, στα πλαίσια της Μελέτης “Healthy for Life” για τη διατροφή και τη φυσική άσκηση.
Αντικείμενο αποτέλεσαν οι διατροφικές συνήθειες και τα ευρύτερα χαρακτηριστικά των ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα. Η συγκεκριμένη μελέτη διενεργήθηκε από ερευνητική ομάδα της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας με επικεφαλής τον κλινικό διατροφολόγο Δρ. Δημήτρη Γρηγοράκη.
Οι διαστάσεις των αυτοάνοσων
Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά αυτοάνοσα νοσήματα, καθένα από τα οποία μπορεί να προσβάλλει τον οργανισμό με ποικίλους τρόπους. Σύμφωνα με τον AARDA (American Autoimmune Related Diseases Association), σήμερα υπάρχουν περισσότερες από 100 γνωστές χρόνιες μη αναστρέψιμες παθήσεις που εμφανίζουν ως κοινό σημείο αναφοράς (προσβολής) το ανοσοποιητικό σύστημα (AARDA 2019). Την ίδια ώρα, οι ερευνητές υποπτεύονται ότι τουλάχιστον επιπλέον σαράντα άλλες παθήσεις έχουν αυτοάνοση υποδομή (AARDA 2019). Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Υγείας (ΝΙΗ 2005) κάνει λόγο για μια οικογένεια χρόνιων ανίατων ασθενειών, οι οποίες αναπτύσσονται όταν διαταραχές στο ανοσοποιητικό οδηγούν τον οργανισμό στο να επιτεθεί στα δικά του όργανα, ιστούς και κύτταρα. Για παράδειγμα, η αυτοάνοση αντίδραση στρέφεται εναντίον του νευρικού ιστού στη σκλήρυνση κατά πλάκας και εναντίον του εντέρου στη νόσο του Crohn. Σε άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, οι ιστοί και τα όργανα που προσβάλλονται είναι δυνατόν να διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή, όλοι όμως πάσχουν από την ίδια νόσο. Ανάλογα με το όργανο που πλήττεται, διαφοροποιείται και η ονοματολογία των αυτοάνοσων νοσημάτων.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα βρίσκονται σε πλήρη έξαρση τα τελευταία χρόνια τόσο παγκοσμίως όσο και στην Ελλάδα. Ως ομάδα νοσημάτων, προσβάλλουν εκατομμύρια ανθρώπων. Στις Η.Π.Α. είναι η τρίτη κύρια αιτία χρόνιων ασθενειών, μετά τον καρκίνο και τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των Η.Π.Α. (NHI), το 2005 επηρέαζαν περίπου το 8% του πληθυσμού ή 23.500.000 άτομα (ΝΙΗ 2005). Σήμερα ο AARDA υπολογίζει ότι πενήντα εκατομμύρια Αμερικανοί (αύξηση 100% σε 14 χρόνια), δηλαδή ένας στους πέντε, πάσχουν από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα (AARDA 2019). Οι αριθμοί φαίνεται να είναι αντίστοιχοι για τον ευρωπαϊκό, αλλά και για τον ελληνικό πληθυσμό και αυξάνονται δραματικά τα τελευταία δέκα χρόνια. Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν ολοκληρωμένα δεδομένα. Πιθανολογείται ότι ο επιπολασμός των αυτοάνοσων νοσημάτων στη χώρα μας είναι υψηλός και ο αριθμός των ατόμων που πάσχουν από κάποιο αδιάγνωστο αυτοάνοσο νόσημα είναι κατά πολύ μεγαλύτερος. Για παράδειγμα, ο επιπολασμός της σκλήρυνσης κατά πλάκας υπολογίζεται σε 1,8‰ επί του γενικού πληθυσμού ενηλίκων. Αντίστοιχα, το 11‰ των ενηλίκων της χώρας μας πάσχουν από κάποια αυτοάνοση ρευματική πάθηση. Ανυπολόγιστοι είναι οι αριθμοί για τις υπόλοιπα αυτοάνοσες διαταραχές. Ωστόσο, υπολογίζεται σήμερα ότι 1 στους 10 Έλληνες (~10%) εμφανίζει κάποια αυτοάνοση διαταραχή. Το πρόβλημα της έλλειψης διατροφικής ενημέρωσης στους ασθενείς με αυτοάνοσα αναδεικνύει η επιδημιολογική μελέτη της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας με θέμα «διατροφικές συνήθειες Ελλήνων ασθενών με αυτοάνοσα».
Χαρακτηριστικά μελέτης
Η παρούσα επιδημιολογική μελέτη εκπονήθηκε από ερευνητική ομάδα της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας σε συνεργασία με το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και πιο συγκεκριμένα από τους κλινικούς διατροφολόγους Δ. Γρηγοράκη, Γ. Καπώλη, Μ. Κασκάνη, Δ. Σκλαβενίτη, Ι. Βλάχου, Σ. Καραΐσκου και Α. Βλάχου. Τα χαρακτηριστικά της έρευνας είναι τα ακόλουθα:
• Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από τα εργαστηριακά πληροφοριακά συστήματα νοσοκομείων και διαιτολογικών μονάδων των περιοχών της μελέτης, κατά τη διάρκεια των ετών 2018-2019.
• Πληθυσμός μελέτης: 424 Έλληνες ασθενείς (108 άνδρες και 316 γυναίκες) ηλικίας 19-60 ετών.
• Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν για κάθε ασθενή αφορούσαν σε αιματολογικούς δείκτες, δημογραφικά χαρακτηριστικά, διατροφικές συνήθειες και τρόπο ζωής.
• Τα επαρκή επίπεδα, η ανεπάρκεια και η έλλειψη βιταμίνης D ορίστηκαν ως: 25(ΟΗ)D >30 ng/ml, 25(ΟΗ)D<30 ng/ml και 25(ΟΗ)D<12 ng/ml, αντίστοιχα.
Αποτελέσματα της μελέτης
Τα πιο διαδεδομένα αυτοάνοσα που κατεγράφησαν ήταν η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, το σύνδρομο Sjogren, το σκληρόδερμα, η ψωρίαση, η νόσος Crohn, η λεύκη, η κοιλιοκάκη, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ο σακχαρώδης διαβήτης 1, η ελκώδης κολίτιδα, η ινομυαλγία, η μυασθένεια Gravis και το έκζεμα ή ατοπική δερματίτιδα.
Ο μέσος όρος της ηλικίας των ασθενών κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η διάγνωση ήταν 32+4 έτη, γεγονός που σημαίνει ότι οι αυτοάνοσες διαταραχές πλήττουν όλο και μικρότερες ηλικίες. Όπως επιβεβαιώνεται από τη διεθνή βιβλιογραφία και σύμφωνα με τον AARDA, η πλειονότητα που προσβάλλεται από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα είναι γυναίκες σε ποσοστό 75% (AARDA 2019), ενώ κάποιοι ερευνητές κάνουν λόγο ακόμα και για 78% (Fairweather 2008).
Ειδικότερα, πιο επιρρεπείς είναι οι γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία. Πράγματι η αναλογία που εντοπίστηκε στη συγκεκριμένη μελέτη, αναφορικά με τη θυρεοειδίτιδα Hashimoto ήταν 9 Γυναίκες : 1 Άνδρας, τη σκλήρυνση κατά πλάκας 2:1, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα 2:1, το σύνδρομο sjogren 9:1, το σκληρόδερμα 3:1, την ψωρίαση 2:1, τη νόσο Crohn 3:1, τη λεύκη 2:1, την κοιλιοκάκη 4:1 και το συστηματικό ερυθηματώδη λύκο 9:1, αντίστοιχα. Το 75,6% των ασθενών διέμενε σε αστικές περιοχές, ενώ το 24,4% αυτών σε ημιαστικά κέντρα. Το γεγονός αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η ποιότητα του περιβάλλοντος του τόπου διαμονής, επηρεάζει καθοριστικά την ευαισθησία του ανοσοποιητικού, με πιο ανθεκτικό εκείνων που διάγουν πιο φυσικό τρόπο ζωής. Ένα υψηλό ποσοστό ασθενών δηλαδή το 63,6% προερχόταν από Βόρειες περιοχές της Ελλάδας, ενώ το 82,2% αυτών εμφάνιζε οικογενειακό ιστορικό ίδιας ή διαφορετικής αυτοάνοσης διαταραχής γεγονός που υποδηλώνει την υψηλή πιθανότητα μίας μεταφερόμενης γονιδιακής ανοσοευαισθησίας. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς, δηλαδή το 71,6%, δήλωσαν την παρουσία μίας ή και περισσότερων γαστρεντερικών διαταραχών, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι τα συγκεκριμένα προβλήματα λειτουργούν ως απορρυθμιστικοί παράγοντες του ανοσοποιητικού. Σχεδόν το σύνολο των ασθενών, δηλαδή 9 στους 10 (92%), εμφάνιζε ανεπαρκή επίπεδα Βιταμίνης D [25(ΟΗ)D < 30 ng/ml] κατά την περίοδο της διάγνωσης.
Στους ασθενείς με μία τουλάχιστον καταγεγραμμένη αυτοάνοση διαταραχή, το μοντέλο πολυπαραγοντικής ανάλυσης έδειξε ότι η εμφάνιση της νόσου συσχετίζονταν άμεσα με τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων που προέκυψαν σχετικά με τη βιταμίνη D. Στην παρούσα μελέτη η μέση τιμή βιταμίνης D των ασθενών ήταν 21,06 ng/ml (υποδηλώνει ανεπάρκεια στα όρια της έλλειψης). Ο επιπολασμός της ανεπάρκειας βιταμίνης D [25(ΟΗ)D<30 ng/ml] βρέθηκε να αντιστοιχεί στο 92,1% του πληθυσμού. Από αυτούς το 31,5% εντοπίστηκε ότι παρουσιάζει σημαντική έλλειψη [25(ΟΗ)D<12 ng/ml]. Η πολυμεταβλητή ανάλυση λογιστικής παλινδρόμησης έδειξε μεγαλύτερη πιθανότητα ανεπάρκειας και έλλειψης βιταμίνης D στις γυναίκες, σε σύγκριση με τους άνδρες.
Τα πολυπαραγοντικά μοντέλα γραμμικής παλινδρόμησης απέδειξαν ότι ο βαθμός αστικοποίησης και ιδιαίτερα η κατάσταση του σωματικού βάρους, σχετίζονται με τα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα. Συγκεκριμένα, ο επιπολασμός της ανεπάρκειας και έλλειψης βιταμίνης D βρέθηκε να είναι χαμηλότερος σε άτομα που ζουν σε ημιαστικές σε σύγκριση με τα άτομα που ζουν σε αστικές περιοχές. Επιπρόσθετα, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (χαρακτηρίζει τη σωματική κατάσταση) συσχετίστηκε με τα επίπεδα της βιταμίνης D. Ισχυρός συσχετισμός παρατηρήθηκε μεταξύ του υψηλού σωματικού βάρους με την ανεπάρκεια και έλλειψη σε βιταμίνη D. Πιο συγκεκριμένα, οι παχύσαρκοι άνδρες και γυναίκες (ΔΜΣ>30: Παχυσαρκία) είχαν 75% πιθανότητες να έχουν ανεπάρκεια και περισσότερο από τις διπλάσιες να παρουσιάζουν έλλειψη, σε σχέση με τους νορμοβαρείς: φυσιολογικός ΔΜΣ. Τέλος, όσον αφορά τη διαιτητική πρόσληψη της βιταμίνης D, τo σύνολο του πληθυσμού της μελέτης βρέθηκε να έχει πρόσληψη κάτω από τη συνιστώμενη εκτιμωμένη μέση απαίτηση (estimated average requirement, EAR).
Ολοένα και περισσότερες επιστημονικές πληροφορίες τονίζουν τη διατροφοεξαρτώμενη φύση των αυτοάνοσων νοσημάτων. Διατροφικές ανακαλύψεις επιβεβαιώνουν ότι ορισμένες θρεπτικές ουσίες μπορούν να συμβάλουν στην ουσιαστική αντιμετώπιση των αυτοάνοσων παθήσεων. Για το λόγο αυτό μελετήθηκε η ποιότητα διατροφικών των συνηθειών των ασθενών, με βάση το σταθμισμένο εργαλείο αξιολόγησης “Mediterranean Diet Assessment Tool” (MED), πριν και μετά από τη διάγνωση (Martínez-González et. al. 2012). Σύμφωνα με τις τρεις διαβαθμίσεις του MED (Ανεπαρκείς, Μέτριες και Ικανοποιητικές Διατροφικές Συνήθειες) τα αποτελέσματα ήταν τα ακόλουθα (Σχήμα 3):
Πριν από τη διάγνωση:
• 62,5% Ανεπαρκείς Διατροφικές Συνήθειες
• 31,3% Μέτριες Διατροφικές Συνήθειες
• 6,2% Ικανοποιητικές Διατροφικές Συνήθειες
Μετά από τη διάγνωση:
• 38,7% Ανεπαρκείς Διατροφικές Συνήθειες
• 44,8% Μέτριες Διατροφικές Συνήθειες
• 16,5% Ικανοποιητικές Διατροφικές Συνήθειες
Τα παραπάνω στοιχεία επισημαίνουν ότι παρόλο που ένα σημαντικό μεν ποσοστό των ασθενών τροποποίησε προς το καλύτερο τις διατροφικές του συνήθειες (23,8%) μετά τη διάγνωση μία αυτοάνοσης διαταραχής, η μεγάλη πλειοψηφία (76,2%) παρέμεινε με μέτριες και ανεπαρκείς διατροφικές επιλογές.
Συμπεράσματα και Συστάσεις
Το 2001 οι Ermann και Fathman προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τους παράγοντες που συμβάλλουν στην αιτιολογία των αυτοάνοσων δημοσίευσαν στο Nature Immunology πρώτοι την άποψη ότι το ανοσοποιητικό σύστημα κατά τα 2/3 του (το άλλο 1/3 αφορά τη σταθερά των γονιδίων) αποδιοργανώνεται από ευρύτερους διατροφικούς, δηλαδή περιβαλλοντικούς παράγοντες. Με την άποψη αυτή συμφώνησαν αργότερα, όπως και πολύ πρόσφατα πολλοί ερευνητές. Επομένως, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των διαταραχών του ανοσοποιητικού πέρα από την εκάστοτε φαρμακευτική αγωγή που κυρίως στοχεύει σε επίπεδο συμπτώματος, κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η ολιστική διατροφική φροντίδα του πολύτιμου συνόλου των ανθρώπινων λειτουργιών που ονομάζεται ανοσοποιητικό.
Η συγκεκριμένη αναδρομική έρευνα αποδεικνύει ότι τα αυτοάνοσα νοσήματα λαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις στον ελληνικό πληθυσμό. Προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής παρέμβασης στις ασθένειες αυτές, συμβάλουν τα συμπεράσματα της παρούσας μελέτης.
Πιο συγκεκριμένα:
• Οι αυτοάνοσες διαταραχές εμφανίζονται έντονα σε νεαρά άτομα και κυρίως σε γυναίκες, σε άτομα που διαμένουν σε αστικές περιοχές και ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα.
• Η μεγάλη πλειοψηφία εμφανίζει οικογενειακό ιστορικό ίδιας ή διαφορετικής αυτοάνοσης διαταραχής και μία ή περισσότερες γαστρεντερικές διαταραχές.
• Υπέρβαρο και παχυσαρκία συγκαταλέγονται ανάμεσα στους παράγοντες κινδύνου.
• Η μελέτη της ποιότητας των διατροφικών συνηθειών πριν και μετά από τη διάγνωση, με βάση το σταθμισμένο εργαλείο αξιολόγησης των διατροφικών συνηθειών (MED), κατέδειξε ότι παρόλο που ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών τροποποίησε θετικά τις διατροφικές του συνήθειες (23,8%) μετά τη διάγνωση μία αυτοάνοσης διαταραχής, η μεγαλύτερη πλειοψηφία των ασθενών (76,2%) παρέμεινε με μέτριες και ανεπαρκείς διατροφικές επιλογές.
• Ο σπουδαιότερος παράγοντας κινδύνου αποδεικνύεται η έλλειψη της βιταμίνης D [25(ΟΗ)D < 30 ng/ml] κατά την περίοδο πριν από τη διάγνωση.
Οι λόγοι της «οξύμωρης» παρατηρούμενης υψηλής έλλειψης και ανεπάρκειας βιταμίνης D στην Ελλάδα σύμφωνα με προηγούμενη μελέτη της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας, μπορεί να είναι τουλάχιστον τέσσερις. Κατά πρώτο λόγο το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας (34°- 41°) δεν επιτρέπει επαρκή υπεριώδη ακτινοβολία τους χειμερινούς μήνες και ιδιαίτερα στις βόρειες περιοχές της (γεωγραφικό πλάτος> 39°). Το γεγονός αυτό ερμηνεύει και την παρατηρούμενη υψηλή επίπτωση των αυτοάνοσων στις περιοχές της βόρειας Ελλάδας. Κατά δεύτερο λόγο η κύρια πηγή λήψης λιπαρών τροφών στην χώρα μας, δηλαδή το ελαιόλαδο, δεν περιέχει βιταμίνη D. Κατά τρίτον, η μελαμψή επιδερμίδα που χαρακτηρίζει τους περισσότερους. Όπως διαπιστώνεται μέσα από τη βιβλιογραφία τα άτομα με σκούρα επιδερμίδα είναι πολύ πιο ευαίσθητα (3-7 φορές περισσότερο) στην έλλειψη βιταμίνης D (Holick & Chen 2008). Τέλος, καθοριστικό παράγοντα αποτελεί ο περιορισμένος χρόνος που δαπανάται σήμερα σε εξωτερικούς χώρους. Στα παραπάνω μπορεί κανείς να προσθέσει και την ευρεία χρήση αντηλιακών: ένα αντηλιακό με δείκτη προστασίας (SPF) 15 μπορεί να περιορίσει έως και 99% την παραγωγή βιταμίνης D στο δέρμα (Holick et al. 2011) και το αυξημένο σωματικό βάρος: τα παχύσαρκα άτομα χρειάζονται 2,5 φορές περισσότερη βιταμίνη D (Ekwaru et al. 2014), αλλά και τα διάφορα φάρμακα (κυρίως κορτικοστεροειδή και αντιβιοτικά).
Με βάση τα ευρήματα της παρούσας μελέτης (αλλά και συνολικά της βιβλιογραφίας) και με δεδομένη τη σχέση της έλλειψης βιταμίνης D με τις διάφορες χρόνιες μη αναστρέψιμες ασθένειες, το πρόβλημα δημόσιας υγείας που δημιουργείται είναι τεράστιο (Schöttker et al. 2013). Η εκτεταμένη υποκλινική έλλειψη θα πρέπει να διαγιγνώσκεται άμεσα, μετρώντας τα επίπεδα της 25(OH)D στο αίμα. Τα ιδανικά επίπεδα των συγκεντρώσεων μεταβολικών παραγώγων της βιταμίνης D [25(OH)D] είναι πάνω από 30 ng/ml ενώ διάφοροι συγγραφείς προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη κατάσταση υγείας, πρόσφατα κάνουν λόγο για τιμές μεταξύ 40 ng/ml έως 60 ng/ml (Grant 2018). Θεωρείται δε επιβεβλημένος, ακόμα και σε χώρες όπως η Ελλάδα ο εμπλουτισμός τροφίμων όπως δημητριακά και γαλακτοκομικά, με βιταμίνη D3. Σε κάθε περίπτωση συνιστάται η συστηματική έκθεση στον ήλιο ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, η εβδομαδιαία κατανάλωση λιπαρών ψαριών και αυγών, καθώς και η καθημερινή κατανάλωση εμπλουτισμένων προϊόντων με βιταμίνη D.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό θέμα είναι και η τροποποίηση προς το βέλτιστο των διατροφικών συνηθειών των πασχόντων από αυτοάνοσα νοσήματα. Όπως αναφέρθηκε η ποιότητα της διατροφής στην συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών (76,2%) παρέμεινε σε μέτρια και ανεπαρκή επίπεδα, χρήζοντας σημαντικής βελτίωσης. Οι διατροφικοί παράγοντες, ανάλογα με την ποιότητά τους ρυθμίζουν ή απορρυθμίζουν το ανοσοποιητικό. Επομένως, η ουσιαστική αντιμετώπιση του επίκεντρου του κάθε αυτοάνοσου νοσήματος που δεν είναι άλλο από το ανοσοποιητικό, επιβάλει την θετική τροποποίηση των βασικών πτυχών του τρόπου ζωής. Μία ολοκληρωμένη προσέγγιση δηλαδή που πρέπει να βασίζεται στην τροποποίηση των διατροφικών παραμέτρων που επηρεάζουν καθοριστικά την έκβαση των λειτουργιών του ανοσοποιητικού.
Οι πρόσφατες παρατηρήσεις σχετικά με την επίδραση της διατροφής στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος έχουν αποδώσει θεαματικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με αυτά, προκύπτει ότι η διατροφική παρέμβαση είναι επιβεβλημένη. Πρόσφατες έρευνες, σε πειραματόζωα αλλά και σε ανθρώπους αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση στην αξία της θρεπτικά εμπλουτισμένης διατροφής. Όλα τα συμπεράσματα οδηγούν στη διαπίστωση ότι η πρακτική αυτή βελτιώνει την ανοσιακή απόκριση σε παθογόνους μικροοργανισμούς.
Δίχως αμφιβολία η ανάπτυξη, ωρίμανση και επομένως η ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος είναι σε σημαντικό βαθμό διατροφοεξαρτώμενη. Συνεπώς, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αυτοάνοσων διαταραχών πέρα από την ειδική φαρμακευτική αγωγή, κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η διατροφική διαχείριση του ανοσοποιητικού. Σε κάθε περίπτωση, η αποκλειστική φαρμακοκεντρική αντιμετώπιση των αυτοάνοσων δεν μπορεί παρά να αποτελεί μία μονοσήμαντη παρέμβαση.
Συμπερασματικά, σχετικά με την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των αυτοάνοσων απαιτείται απόλυτη συνεργασία μεταξύ ανοσολόγων και διατροφολόγων. Ταυτόχρονα, οι διάφορες άλλες ειδικότητες που εμπλέκονται στην αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων, έχουν χρέος να εστιάζουν την προσοχή του ασθενούς αναφορικά με τη δέουσα έμφαση που θα πρέπει να επιδεικνύει στην ποιότητα της διατροφής του. Ως επακόλουθο, είναι πολύ σημαντικό να παραπέμπεται σε ειδικό κλινικό διατροφολόγο προκειμένου να διορθώσει και να βελτιώσει καθοριστικά τις διατροφικές του συνήθειες. Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δίνεται από τους ασθενείς σε κομβικά διατροφικά ζητήματα τα οποία επηρεάζουν καθοριστικά τις ανοσοποιητικές λειτουργίες.
Τέτοια είναι: Ο περιορισμός του οξειδωτικού στρες και της φλεγμονής μέσω διατροφικών συστατικών, η αντιστροφή της εντερικής δυσβίωσης με την αποκατάσταση της γαστρεντερικής λειτουργίας και βέβαια η τακτική παρακολούθηση των επιπέδων της βιταμίνης D [25(ΟΗ) D], με τη διατήρησή τους να τοποθετείται ιδανικά σε τιμές άνω των 30 ng/ml.
Στους περιορισμούς της μελέτης αναφέρεται ο αναδρομικός σχεδιασμός της, ο οποίος εξαιτίας της φύσης του δεν μπορεί να καταδείξει αιτιολογική συσχέτιση. Συνεπώς, απαιτούνται περαιτέρω προοπτικές μελέτες παρακολούθησης ή και παρέμβασης σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα.