ΥΓΕΙΑ

Ο τύπος διαλειμματικής δίαιτας που λιώνει το λίπος στην κοιλιά και ρυθμίζει το σάκχαρο

Σινάνη Αικατερίνη

Η διαλειμματική δίαιτα είναι μια αποτελεσματική μέθοδος απώλειας βάρους και ενίσχυσης της καρδιαγγειακής υγείας σε άτομα με παχυσαρκία.

Ο τύπος διαλειμματικής δίαιτας που λιώνει το λίπος στην κοιλιά και ρυθμίζει το σάκχαρο

Ερευνητές με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο της Γρανάδας (UGR), το Δημόσιο Πανεπιστήμιο της Ναβάρα (UPNA) και το Κέντρο Βιοϊατρικής έρευνας (CIBER) απέδειξαν ότι η διαλειμματική νηστεία -ο περιορισμός των ωρών κατανάλωσης φαγητού και η παράταση των καθημερινών περιόδων νηστείας- είναι μια αποτελεσματική στρατηγική για την απώλεια βάρους και τη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας σε άτομα με παχυσαρκία.

Η μελέτη δείχνει ότι η ολοκλήρωση του τελευταίου γεύματος πριν από τις 5 μ.μ. και η παράλειψη του δείπνου, είναι μια ασφαλής και αποτελεσματική προσέγγιση για τη μείωση του υποδόριου κοιλιακού λίπους, του στρώματος λίπους κάτω από το δέρμα.

Η μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα ευεργετική μετά από περιόδους υπερκατανάλωσης τροφής, όπως κατά την περίοδο των διακοπών.

Στην Ισπανία, το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία επηρεάζουν το 70% των ανδρών και το 50% των γυναικών.

Οι καταστάσεις αυτές συνδέονται στενά με μεταβολικές διαταραχές όπως ο διαβήτης τύπου 2 και αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, υπέρτασης και ορισμένων μορφών καρκίνου. Η αύξηση του σωματικού βάρους, δεν μειώνει μόνο την ποιότητα ζωής, επιβαρύνει σοβαρά και το δημόσιο σύστημα υγείας.

Η έρευνα επικεντρώνεται στην ανάπτυξη αποτελεσματικών πρακτικών για την αντιμετώπιση αυτής της εντεινόμενης κρίσης δημόσιας υγείας, η οποία πλέον αναγνωρίζεται επίσημα ως ασθένεια.

Οι δίαιτες θερμιδικού περιορισμού βοηθούν στην απώλεια βάρους και βελτιώνουν την καρδιαγγειακή υγεία. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να υιοθετηθούν μακροπρόθεσμα και συχνά οδηγούν τους περισσότερους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την προσπάθεια και να κάνουν επεισόδια υπερφαγίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πάρουν τα χαμένα κιλά ή ακόμη περισσότερα από αυτά που έχασαν.

Η διαλειμματική νηστεία, βασίζεται στην εναλλαγή περιόδων φαγητού με περιόδους νηστείας, που κυμαίνονται από ώρες έως ημέρες.

Ένας τύπος διαλειμματικής νηστείας που έχει γίνει πολύ δημοφιλής τα τελευταία χρόνια, είναι αυτός που μειώνει τον αριθμό των ωρών πρόσληψης τροφής και παρατείνει την περίοδο νηστείας.

Οι περισσότεροι άνθρωποι τρώνε το πρώτο γεύμα στις 7-8 π.μ. και το δείπνο στις 21-22 μ.μ., έχουν συνεπώς ένα παράθυρο πρόσληψης τροφής 12-14 ωρών. Σε αυτόν τον τύπο διαλειμματικής νηστείας, το παράθυρο πρόσληψης τροφής μειώνεται από 12-14 ώρες σε 6-8 ώρες και οι άνθρωποι νηστεύουν για 16-18 ώρες.

Η εν λόγω στρατηγική συμβάλλει στη διατήρηση ενός καθημερινού κύκλου φαγητού και νηστείας, ο οποίος σταθεροποιεί τους βιολογικούς ρυθμούς του σώματος.

Είναι γνωστό ότι το «άτσαλο» φαγητό αλλά και η κατανάλωση φαγητού αργά τη νύχτα, διαταράσσει αυτούς τους ρυθμούς και αυξάνει τον κίνδυνο παχυσαρκίας, καρδιαγγειακών παθήσεων και διαβήτη τύπου 2.

Οι Ισπανοί ερευνητές μελέτησαν τα αποτελέσματα μιας τρίμηνης παρέμβασης με τρεις διαφορετικούς τύπους νηστείας: Τελευταίο γεύμα στις 17:00, όψιμη νηστεία (κατανάλωση φαγητού μεταξύ 14:00 και 22:00) και ελεύθερη επιλογή παραθύρου, στην οποία τα άτομα μπορούσαν να επιλέξουν το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ήθελαν να φάνε και το έκαναν σε γενικές γραμμές μεταξύ 12 π.μ. και 8 μ.μ.

Όλοι οι συμμετέχοντες εκπαιδεύτηκαν σχετικά με τη μεσογειακή διατροφή και τον υγιεινό τρόπο ζωής.

Στη μελέτη συμμετείχαν 197 ενήλικες 30-60 ετών.

Τα ευρήματα έδειξαν ότι η διαλειμματική νηστεία δεν είχε κανένα πρόσθετο όφελος σε σχέση με ένα πρόγραμμα διατροφικής εκπαίδευσης στη μείωση του σπλαχνικού λίπους.

Ωστόσο, οι ομάδες νηστείας, ανεξαρτήτως του χρόνου πρόσληψης τροφής, πέτυχαν μεγαλύτερη απώλεια βάρους, κατά μέσο όρο 3-4 κιλά, σε σύγκριση με την ομάδα της συνήθους δίαιτας που συνέχισε με το παράθυρο πρόσληψης τουλάχιστον 12 ωρών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ομάδα της πρώιμης νηστείας μείωσε σε μεγαλύτερο βαθμό το υποδόριο λίπος της κοιλιάς, δηλαδή το λίπος ακριβώς κάτω από το δέρμα.

Η μελέτη αξιολόγησε επίσης τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας και 24ωρης γλυκόζης. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η ομάδα της πρώιμης νηστείας βελτίωσε σημαντικά τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας και τη γλυκόζη της νύχτας σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες.

Εν κατακλείδει, τα ευρήματα δείχνουν ότι η πρώιμη νηστεία μπορεί να είναι ιδιαίτερα επωφελής για τη βελτιστοποίηση της ρύθμισης της γλυκόζης, η οποία μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη του διαβήτη και στη βελτίωση της μεταβολικής υγείας.

Με το να μην τρώμε το βράδυ, δίνουμε στο σώμα μας περισσότερο χρόνο για να χωνέψει και να επεξεργαστεί τα θρεπτικά συστατικά, διευκολύνουμε τη ρύθμιση της γλυκόζης στο αίμα και μειώνουμε τον κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων σακχάρου και άλλων μεταβολικών διαταραχών.

Όλες οι ομάδες νηστείας εμφάνισαν υψηλό ποσοστό συμμόρφωσης και δεν καταγράφηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.

Συνεπώς, η διαλείπουσα νηστεία παρουσιάζεται ως μια ασφαλής και πολλά υποσχόμενη στρατηγική για τη διαχείριση του σωματικού βάρους και τη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας σε άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Medicine.