ΥΓΕΙΑ

Kαρδιαγγειακά και κίνδυνος Αλτσχάιμερ: Μπορεί ένα κοινό αντιπηκτικό να τον μειώσει;

Σινάνη Αικατερίνη

Τη σχέση τριών κοινών καρδιαγγειακών παθήσεων -της καρδιακής ανεπάρκειας, της κολπικής μαρμαρυγής και της στεφανιαίας νόσου- με τη γνωστική εξασθένιση και την άνοια, περιγράφει νέα έκθεση εμπειρογνώμων.

Kαρδιαγγειακά και κίνδυνος Αλτσχάιμερ: Μπορεί ένα κοινό αντιπηκτικό να τον μειώσει;

Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι το εγκεφαλικό επεισόδιο και η γνωστική έκπτωση, δύο σημαντικοί παράγοντες για την υγεία του εγκεφάλου, είναι χρόνιες αναπηρίες που επηρεάζουν σημαντικά τα άτομα και την κοινωνία.

Η διατήρηση της υγείας της καρδιάς από νεαρή ηλικία είναι απαραίτητη για την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων, την προστασία της εγκεφαλικής λειτουργίας και τη μείωση του κινδύνου γνωστικής έκπτωσης αργότερα.

Ενώ η άνοια θεωρείται συχνά ως μια μη θεραπεύσιμη και σταδιακά επιδεινούμενη κατάσταση, τα στοιχεία δείχνουν ότι ο υγιεινός τρόπος ζωής και η αντιμετώπιση των παραγόντων αγγειακού κινδύνου από νωρίς, μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της γνωστικής λειτουργίας.

Τα καρδιακά προβλήματα συμβάλλουν στη γνωστική εξασθένηση

Σύμφωνα με τις μελέτες που παρατίθενται στην έκθεση της Aμερικανικής Ένωσης Καρδιολογίας, η καρδιακή ανεπάρκεια επηρεάζει περίπου το 50% των ατόμων με γνωστικά προβλήματα, όπως η έκπτωση της μνήμης και οι γλωσσικές δυσκολίες.

Η κολπική μαρμαρυγή, η πιο συχνή διαταραχή του καρδιακού ρυθμού, συνδέεται με 39% αυξημένο κίνδυνο γνωστικών διαταραχών, ενώ η στεφανιαία νόσος αυξάνει τον κίνδυνο άνοιας κατά 27%. Έως και το 50% των επιζώντων από καρδιακή προσβολή εμφανίζουν γνωστική έκπτωση.

Προηγούμενη έρευνα έδειξε ότι τα άτομα με κολπική μαρμαρυγή που έλαβαν θεραπεία με από του στόματος αντιπηκτικά, είχαν 12% χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας σε σύγκριση με τα άτομα που έλαβαν θεραπεία με το παραδοσιακό αντιπηκτικό βαρφαρίνη.

Μπορεί η ηπαρίνη να μειώσει τον κίνδυνο άνοιας;

Νέα μελέτη διαπίστωσε ότι τα άτομα που υποβάλλονταν σε θεραπεία με ηπαρίνη, εμφάνισαν συμπτώματα Αλτσχάιμερ έως και 2 χρόνια αργότερα από το τυπικό χρονικό πλαίσιο, υποδεικνύοντας ένα ακόμη πιθανό όφελος του κοινού αντιπηκτικού.

Προηγούμενη έρευνα έδειξε ότι ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ μπορεί να συνδέεται με μια πρωτεΐνη που ονομάζεται απολιποπρωτεΐνη Ε (ApoE), η οποία αλληλεπιδρά με μόρια της κυτταρικής επιφάνειας γνωστά ως πρωτεογλυκάνες θειικής ηπαράνης (HSPGs).

Η γενετική παραλλαγή ApoE4 συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο, ενώ μια σπάνια μορφή της, η ApoE Christchurch, συνδέεται ασθενώς με τις HSPGs και φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ σε άτομα με γενετική προδιάθεση.

Οι HSPGs συμβάλλουν επίσης στη συσσώρευση της πρωτεΐνης Ταυ, ενός άλλου βασικού παράγοντα εγκεφαλικής βλάβης από τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Οι πρωτεΐνες που συνδέονται με τις HSPGs μπορεί να συσσωρεύονται στον εγκέφαλο πολύ πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα και ένα γονίδιο που εμπλέκεται στην παραγωγή θειικής ηπαράνης έχει αναγνωριστεί ως παράγοντας κινδύνου για τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Η ηπαρίνη, μια μορφή θειικής ηπαράνης που χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του 1930 για την πρόληψη θρόμβων αίματος, δεν εισέρχεται στον εγκέφαλο, αλλά οι ερευνητές εικάζουν ότι θα μπορούσε να καθυστερήσει τη νόσο Αλτσχάιμερ διαταράσσοντας τις αλληλεπιδράσεις ApoE-HSPG.

Ποια η σχέση της ηπαρίνης και της καθυστέρησης της εμφάνισης Αλτσχάιμερ;

Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν ιατρικά αρχεία από δύο μεγάλα συστήματα υγείας (Mount Sinai Health System - SHS και Columbia University Medical Center - CUMC) και συνέκριναν τους ασθενείς που είχαν λάβει ηπαρίνη με εκείνους που δεν είχαν λάβει.

Ενώ όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη διαγνώστηκαν τελικά με Αλτσχάιμερ, οι ασθενείς και των δύο ομάδων που έλαβαν ηπαρίνη, διαγνώστηκαν περίπου ένα χρόνο αργότερα από εκείνους που δεν έλαβαν.

Οι ερευνητές πιστεύουν ότι μια σπάνια γενετική μετάλλαξη στο γονίδιο APOE είναι στην πραγματικότητα πολύ προστατευτική έναντι της νόσου Αλτσχάιμερ και ότι αυτό συνδέεται με τη διαταραχή στον τρόπο με τον οποίο αυτή η εκδοχή της πρωτεΐνης APOE συνδέεται με μόρια που μοιάζουν με ηπαρίνη μέσα στο σώμα.

Αν και τα ευρήματα δεν επηρεάζουν τη χρήση των σημερινών σκευασμάτων ηπαρίνης στη θεραπεία και την πρόληψη της νόσου Αλτσχάιμερ, η μελέτη θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπειών τροποποίησης της νόσου, συμπεριλαμβανομένων των φορέων του γονιδίου APOE4, του κύριου γενετικού παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση Αλτσχάιμερ.

Η μελέτη εξέτασε μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων που έχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν νόσο Αλτσχάιμερ λόγω των γονιδίων τους.

Ο Clifford Segil, νευρολόγος στο Providence Saint John's Health Center στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα, δήλωσε ότι «είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι ένα φάρμακο “αραίωσης του αίματος” θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάπτυξη της νόσου Αλτσχάιμερ, όταν θα ήταν πιο πιθανό αυτή η οικογένεια φαρμάκων να προστατεύει από έναν συγκεκριμένο τύπο άνοιας από επαναλαμβανόμενα εγκεφαλικά επεισόδια που προκαλούνται από την άνοια πολλαπλών εμφραγμάτων ή την αγγειακή άνοια. Οι πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη θεραπεία και την πρόληψη της νόσου Αλτσχάιμερ ή να παράσχουν νέες πληροφορίες σχετικά με τις βιολογικές αλλαγές που θα μπορούσαν να στοχευθούν κατά την ανάπτυξη νέων φαρμακευτικών θεραπειών», σημειώνει.

Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης κατά πόσον η ηπαρίνη θα μπορούσε να συμβάλει στην προστασία της υγείας του εγκεφάλου, γενικότερα.

Επειδή οι περισσότερες μορφές ηπαρίνης δεν φτάνουν εύκολα στον εγκέφαλο και χρησιμοποιούνται μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα, παραμένει αβέβαιο αν θα ήταν αποτελεσματική ως φάρμακο για την προστασία της υγείας του εγκεφάλου.

Αν και χρειάζεται περισσότερη έρευνα, τα ευρήματα από την ανάλυση μεγάλων συνόλων δεδομένων ασθενών υποδηλώνουν ότι μπορεί να είναι δυνατή η ανάπτυξη φαρμάκων που στοχεύουν αυτή τη διαδικασία.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Stroke.

Πηγή: Medical News Today