ΥΓΕΙΑ

Τα αντιδιαβητικά που μειώνουν κατά 35% τον κίνδυνο άνοιας και Αλτσχάιμερ

Σινάνη Αικατερίνη

Ο αριθμός των ατόμων με άνοια σε παγκόσμιο επίπεδο αναμένεται να τριπλασιαστεί έως το 2050 (από 57,4 εκατομμύρια που ήταν το 2019 σε 152,8 εκατομμύρια).

Τα αντιδιαβητικά που μειώνουν κατά 35% τον κίνδυνο άνοιας και Αλτσχάιμερ

Τόσο το κοινωνικό όσο και το υγειονομικό κόστος που συνδέεται με την άνοια, υπερβαίνει ήδη το 1 τρις ​​δολάρια ετησίως, όπως δείχνουν τα στοιχεία.

Ο διαβήτης τύπου 2 είναι ένας από τους 14 παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης άνοιας.

Άλλοι παράγοντες είναι τα υψηλά επίπεδα κακής χοληστερόλης, η απώλεια όρασης, η βαρηκοΐα, η υψηλή αρτηριακή πίεση, το κάπνισμα, η παχυσαρκία και η σωματική αδράνεια.

Σύμφωνα με νέα μελέτη, ορισμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2, μειώνουν κατά 35% τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας.

Τα φάρμακα αυτά ονομάζονται αναστολείς συμμεταφοράς γλυκόζης-νατρίου 2 (SGLT-2), και προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας σε ηλικιωμένους ασθενείς.

Μέχρι τώρα ωστόσο, δεν υπήρχαν στοιχεία για το αν ωφελούν και νεότερους ασθενείς με διαβήτη, ούτε αν δρουν έναντι συγκεκριμένων τύπων άνοιας, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ και η αγγειακή άνοια.

Οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Σεούλ εξέτασαν δεδομένα από 110.885 ζεύγη ενηλίκων με διαβήτη τύπου 2, ηλικίας 40-69 ετών. Κατά την έναρξη της μελέτης κανένας δεν έπασχε από άνοια. Οι μισοί από τους συμμετέχοντες έπαιρναν αναστολείς SGLT-2, οι οποίοι μειώνουν την ποσότητα της γλυκόζης που απορροφούν τα νεφρά, ενώ οι υπόλοιποι έπαιρναν άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα που ονομάζεται αναστολείς της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης 4 (DPP-4) και τα οποία μπλοκάρουν το ένζυμο που βοηθά στην αύξηση των επιπέδων ινσουλίνης μετά το φαγητό.

Έως το τέλος της περιόδου παρακολουθήσεως οι 1.172 είχαν διαγνωστεί με άνοια. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι διαβητικοί ασθενείς που έπαιρναν αναστολείς SGLT-2 διέτρεχαν κατά μέσον όρο 35% χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ασθενείς που λάμβαναν τους αναστολείς DPP-4. Η πρώτη ομάδα είχε επίσης 39% λιγότερες πιθανότητες να διαγνωστεί με νόσο Αλτσχάιμερ και 52% μειωμένο κίνδυνο να εμφανίσει αγγειακή άνοια.

Οι ερευνητές τονίζουν πως αυτή είναι μία μελέτη παρατήρησης, επομένως δεν μπορεί να τεκμηριώσει σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Ωστόσο, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η επαναχρησιμοποίηση υπαρχόντων φαρμάκων για τη θεραπεία ασθενειών που προκαλούν άνοια «έχει τεράστιες δυνατότητες», καθώς θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία δοκιμής τους σε κλινικές δοκιμές.

«Αν θέλουμε να θεραπεύσουμε την άνοια, οι κλινικοί γιατροί θα χρειαστούν μια εργαλειοθήκη θεραπειών που αντιμετωπίζουν διαφορετικές πτυχές της νόσου και μπορούν να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά. Η έρευνα για την επαναχρησιμοποίηση φαρμάκων μπορεί να μας βοηθήσει να κάνουμε ακριβώς αυτό» δήλωσε η Τζάκι Χάνλεϊ, επικεφαλής της έρευνας στο Alzheimer’s Research UK.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση BMJ.