Τι πρέπει να ξέρετε για το ελαιόλαδο και τις καρδιομεταβολικές παθήσεις
Ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής, συμπεριλαμβανομένων των κακών διατροφικών συνηθειών και της σωματικής αδράνειας, είναι η κύρια αιτία των καρδιομεταβολικών νοσημάτων παγκοσμίως.
Οι δίαιτες που είναι πλούσιες σε τροφές φυτικής προέλευσης, όπως η μεσογειακή, η χορτοφαγική και η vegan, έχουν συνδεθεί με τη μείωση του καρδιομεταβολικού κινδύνου.
Οι συγκεκριμένες δίαιτες επικεντρώνονται στη μείωση των κορεσμένων λιπαρών και της ζάχαρης και την αύξηση της κατανάλωσης φρούτων, λαχανικών και δημητριακών ολικής αλέσεως.
Συχνά αποκλείουν τις τροφές ζωικής προέλευσης και συνιστούν τον περιορισμό της πρόσληψης λίπους από φυτικά έλαια σε λιγότερο από 10% έως 15% της ενεργειακής πρόσληψης.
Η μεσογειακή διατροφή επικεντρώνεται επίσης στην κατανάλωση τροφίμων φυτικής προέλευσης. Προβλέπει ωστόσο την κατανάλωση έξτρα παρθένου ελαιόλαδου ως κύρια πηγή διατροφικού λίπους, μέτρια κατανάλωση θαλασσινών, πουλερικών και γαλακτοκομικών προϊόντων και χαμηλή κατανάλωση κόκκινου κρέατος και λιπαρών ζωικής προέλευσης. Η πρόσληψη λίπους από φυτικά έλαια μπορεί να φτάσει το 35-40% της ενεργειακής πρόσληψης στη μεσογειακή διατροφή.
Για να συγκρίνουν τις καρδιομεταβολικές επιδράσεις του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου στο πλαίσιο μιας διατροφής με πολλές μη επεξεργασμένες φυτικής προέλευσης και χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά τροφές, οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Φλόριντα σχεδίασαν μια τυχαιοποιημένη διασταυρούμενη δοκιμή με την ονομασία «The Recipe for Heart Health trial».
Η μελέτη
Στη μελέτη συμμετείχαν 40 ενήλικες ηλικίας 18 έως 79 ετών με 5% ή υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν τυχαία ένα από τα παρακάτω δύο διατροφικά σχήματα για τέσσερις εβδομάδες.
Το ένα διατροφικό πλάνο περιελάμβανε τέσσερις κουταλιές της σούπας ωμό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο την ημέρα και το άλλο περιλάμβανε λιγότερο από ένα κουταλάκι του γλυκού την ημέρα. Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν εναλλάξ αυτά τα δύο διατροφικά μοτίβα για τέσσερις εβδομάδες, με μια ενδιάμεση περίοδο παύσης μιας εβδομάδας.
Παρακολούθησαν επίσης εβδομαδιαία ομαδικά μαθήματα υγιεινής μαγειρικής υπό την καθοδήγηση διαιτολόγου/μάγειρα για την υποστήριξη της διατροφικής συμμόρφωσης. Η ηλικία, το φύλο και οι μεταβολές του σωματικού βάρους των συμμετεχόντων ελήφθησαν υπόψη στην ανάλυση για τον προσδιορισμό των επιδράσεων των δύο διατροφικών πλάνων στην κακή χοληστερόλη (LDL) και σε άλλους καρδιομεταβολικούς δείκτες, συμπεριλαμβανομένων των λιπιδίων του αίματος, του γλυκαιμικού δείκτη και της φλεγμονής.
Σημαντικές παρατηρήσεις
Η μέτρηση των επιπέδων μεταβολιτών στο αίμα μετά από κάθε περίοδο τεσσάρων εβδομάδων, έδειξε ότι και τα δύο διατροφικά πλάνα προκάλεσαν σημαντική μείωση της κακής χοληστερόλης στο αίμα, χωρίς σημαντικές διαφορές μεταξύ της δίαιτας με υψηλή περιεκτικότητα σε έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και της δίαιτας με χαμηλή περιεκτικότητα σε έξτρα παρθένο ελαιόλαδο.
Και τα δύο πλάνα προκάλεσαν επίσης συγκρίσιμες μειώσεις στα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, της απολιποπρωτεΐνης Β, της κακής χοληστερόλης, της γλυκόζης και της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές.
Οι αναλύσεις ευαισθησίας αποκάλυψαν ότι η διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε ελαιόλαδο προκάλεσε σημαντικά υψηλότερη μείωση των επιπέδων LDL από τη διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε ελαιόλαδο κατά την πρώτη περίοδο τεσσάρων εβδομάδων, η οποία μειώθηκε κατά τη δεύτερη περίοδο τεσσάρων εβδομάδων.
Η δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε ελαιόλαδο προκάλεσε επίσης σημαντικά μεγαλύτερη μείωση των επιπέδων ολικής χοληστερόλης, καλής HDL χοληστερόλης, απολιποπρωτεΐνης Β και γλυκόζης σε σχέση με τη δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε ελαιόλαδο κατά την πρώτη περίοδο τεσσάρων εβδομάδων.
Παρατηρήθηκαν επίσης διαφορές στα επίπεδα της LDL μεταξύ των δύο προγραμμάτων ανάλογα με το ποια δίαιτα ακολουθήθηκε πρώτα. Ενώ η ακολουθία από υψηλή σε χαμηλή κατανάλωση ελαιόλαδου προκάλεσε σημαντική μείωση των επιπέδων της LDL, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση για την ακολουθία από χαμηλή σε υψηλή κατανάλωση ελαιόλαδου.
Η διατροφική ακολουθία από χαμηλή σε υψηλή κατανάλωση ελαιόλαδου προκάλεσε επίσης σημαντική αύξηση των επιπέδων ολικής χοληστερόλης, καλής χοληστερόλης και γλυκόζης.
Όσον αφορά τις ανθρωπομετρικές μετρήσεις, και τα δύο διατροφικά σχήματα προκάλεσαν σημαντική μείωση του σωματικού βάρους. Ωστόσο, η μείωση ήταν σημαντικά μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια της περιόδου διατροφής με λίγο ελαιόλαδο.
Η σημασία των ευρημάτων
Τα ευρήματα της μελέτης αποκαλύπτουν ότι τόσο η υψηλή όσο και η χαμηλή πρόσληψη ελαιόλαδου σχετίζεται με μείωση των επιπέδων της κακής LDL χοληστερόλης στο αίμα, παρά το γεγονός ότι η συνολική πρόσληψη λίπους αποτελεί το 48% και το 32% της συνολικής ενέργειας κατά τη διάρκεια των περιόδων διατροφής με υψηλή και χαμηλή πρόσληψη ελαιόλαδου, αντίστοιχα.
Η δίαιτα με λίγο ελαιόλαδο που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη, έδειξε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη μείωση των επιπέδων της LDL από ό,τι η δίαιτα με περισσότερο ελαιόλαδο.
Τα ευρήματα της μελέτης υπογραμμίζουν επίσης ότι η προσθήκη ελαιόλαδου μετά την ακολουθούμενη χαμηλή πρόσληψη μπορεί να εμποδίσει την περαιτέρω μείωση των επιπέδων της κακής χοληστερόλης.
Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα είναι γνωστό ότι ρυθμίζουν προς τα κάτω τη δραστηριότητα του ηπατικού υποδοχέα LDL χοληστερόλης, η οποία επάγει τα επίπεδα της LDL στην κυκλοφορία του αίματος. Η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών κατά τη διάρκεια της περιόδου διατροφής με υψηλή περιεκτικότητα σε ελαιόλαδο, ήταν ελαφρώς υψηλότερη από εκείνη της περιόδου με λίγο ελαιόλαδο. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας λόγος πίσω από την παρατηρούμενη διαφορά στα επίπεδα της κακής χοληστερόλης μεταξύ των δύο πλάνων.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της διατροφής με λίγο ελαιόλαδο, τα μη επεξεργασμένα φυτικά λιπαρά, όπως το αβοκάντο, οι ξηροί καρποί, οι σπόροι και οι ελιές, αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του διατροφικού λίπους. Αυτός ο τύπος διατροφικού λίπους διατηρεί τις φυτικές ίνες και τα φυτοχημικά που είναι γνωστό ότι έχουν καρδιοπροστατευτικές επιδράσεις.
Οι ερευνητές σημείωσαν ότι αν και οι δύο δίαιτες βελτίωσαν τα προφίλ καρδιομεταβολικού κινδύνου, η δίαιτα με λίγο ελαιόλαδο είχε πιο έντονη επίδραση στη μείωση των επιπέδων της κακής χοληστερόλης, ιδίως όταν ακολουθήθηκε πρώτη.
Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες, απαιτούνται μελλοντικές μελέτες για να προσδιοριστούν τα μακροπρόθεσμα καρδιομεταβολικά οφέλη των διατροφικών παρεμβάσεων με χαμηλή περιεκτικότητα σε ελαιόλαδο.
Συνολικά, η μελέτη υποδεικνύει ότι μια δίαιτα βασισμένη σε τροφές φυτικής προέλευσης και μη επεξεργασμένα δημητριακά, με μικρή κατανάλωση ελαιόλαδου, μπορεί να είναι ευεργετική για τη βελτίωση της καρδιομεταβολικής υγείας σε ενήλικα άτομα που διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of th American Heart Association.