ΥΓΕΙΑ

Διαβήτης τύπου 1: Η υπεροχή της εισπνεόμενης ινσουλίνης έναντι των ενέσεων

Σινάνη Αικατερίνη

Η εισπνεόμενη ινσουλίνη θα μπορούσε να είναι καλύτερη επιλογή από τις ενέσεις ή τις αντλίες για ορισμένους ασθενείς με διαβήτη τύπου 1, σύμφωνα με τα αποτελέσματα νέας κλινικής δοκιμής.

Διαβήτης τύπου 1: Η υπεροχή της εισπνεόμενης ινσουλίνης έναντι των ενέσεων

Οι ασθενείς που χρησιμοποίησαν εισπνεόμενη ινσουλίνη (Afrezza) σε συνδυασμό με ενέσεις ινσουλίνης degludec μακράς διάρκειας, είχαν καλύτερο έλεγχο του σακχάρου στο αίμα τους από εκείνους που ακολουθούσαν τη συνήθη αγωγή, αναφέρουν οι ερευνητές.

Περίπου το 21% όσων έλαβαν εισπνεόμενη ινσουλίνη, εμφάνισαν βελτίωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης μεγαλύτερη από 0,5% κατά τη διάρκεια της μελέτης, σε σύγκριση με το 5% όσων ακολούθησαν τη συνήθη αγωγή, δείχνουν τα αποτελέσματα.

Τα αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής «θα επηρεάσουν τη διαχείριση του διαβήτη, παρέχοντας σε γιατρούς και ασθενείς μια εναλλακτική μέθοδο χορήγησης ινσουλίνης», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Irl Hirsch, πρόεδρος του τμήματος θεραπείας και διδασκαλίας του διαβήτη του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις.

Η εισπνεόμενη ινσουλίνη διατίθεται σε μορφή σκόνης και λαμβάνεται από το στόμα με τη χρήση ειδικής συσκευής εισπνοής, σύμφωνα με τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH). Συνήθως λαμβάνεται στην αρχή κάθε γεύματος.

Για τις ανάγκες της μελέτης, 123 ενήλικες με διαβήτη τύπου 1 κλήθηκαν τυχαία να λάβουν είτε εισπνεόμενη ινσουλίνη σε συνδυασμό με ινσουλίνη degludec, είτε να κάνουν καθημερινά ενέσεις ή να χρησιμοποιούν αντλία ινσουλίνης.

Η δοκιμή διήρκεσε πάνω από 16 εβδομάδες σε 19 νοσοκομεία στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τα άτομα με διαβήτη έχουν γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (A1C) 6,5% ή υψηλότερη.

Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του μακροπρόθεσμου ελέγχου των συγκεντρώσεων γλυκόζης στο αίμα σε διαβητικούς ασθενείς, στη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη και στον εντοπισμό ασθενών με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη (προδιαβήτη).

Μεταξύ των συμμετεχόντων που είχαν A1C 7% ή υψηλότερη, σε περίπου 21% όσων έλαβαν εισπνεόμενη ινσουλίνη, έπεσε κάτω από το 7% κατά τη διάρκεια της μελέτης. Κανένας από τους συμμετέχοντες που λάμβαναν τη συνήθη φροντίδα δεν πέτυχε αυτόν τον στόχο.

Επιπλέον, το 19% των συμμετεχόντων που από τη χρήση αντλίας πέρασαν σε εισπνεόμενη ινσουλίνη, παρουσίασαν βελτίωση της A1C μεγαλύτερη από 0,5%, σύμφωνα με τα αποτελέσματα.

Αποδείχθηκε επίσης μια εξαιρετικά δημοφιλής επιλογή. Περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες στη μελέτη, ήθελαν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν εισπνεόμενη ινσουλίνη μετά το τέλος της δοκιμής, δήλωσαν οι ερευνητές.

Ωστόσο, η εισπνεόμενη ινσουλίνη δεν ενδείκνυται για όλους. Στο περίπου 26% των ασθενών στην ομάδα της εισπνεόμενης ινσουλίνης τα επίπεδα A1C χειροτέρεψαν, σε σύγκριση με το 3% εκείνων που παρέμειναν στη συνήθη θεραπεία τους.

Τα αποτελέσματα της δοκιμής παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Διαβητολογικής Εταιρείας στο Ορλάντο της Φλόριντα.

Πηγή: healthday.com