Φυτοοιστρογόνα: Πώς επηρεάζουν τη γυναικεία γονιμότητα, πού υπάρχουν
Ανανεώθηκε:
Τα φυτοοιστρογόνα αποτελούν μία ξεχωριστή ομάδα φυσικών μη στεροειδικών φυτικών συστατικών, τα οποία, λόγω της δομικής σύστασή τους, μιμούνται τα οιστρογόνα.
Οι γυναίκες που εκτίθενται σε φυτοοιστρογόνα πριν την σύλληψη, αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας αλλά και πιθανούς κινδύνους κατά την κύηση, ανάλογα με την δοσολογία και την διάρκεια της έκθεσης.
Μελέτη του Πανεπιστημίου του Ιλινόις που έγινε σε ποντίκια έδειξε ότι, η χρόνια έκθεση στην γενιστεΐνη (ισοφλαβόνη που έχει διαπιστωθεί ότι παρεμβαίνει σε ορμονικά συστήματα του σώματος και περιέχεται σε διατροφικά συμπληρώματα και προϊόντα σόγιας που καταναλώνουν πολλές γυναίκες ειδικά κατά την εμμηνόπαυση για την ανακούφιση από εξάψεις, κατάθλιψη και αύξηση του βάρους) επηρέασε τα ποσοστά των κυήσεων και σχετίστηκε με παρατεταμένο τοκετό, μικρότερα νεογνά και υψηλότερη νεογνική θνησιμότητα.
«Είναι από τις πρώτες μελέτες που ερευνά την μακροχρόνια έκθεση στην γενιστεΐνη σε ενήλικους πληθυσμούς. Πολλές γυναίκες παίρνουν διατροφικά συμπληρώματα που περιέχουν γενιστεΐνη και οι πληροφορίες είναι ελάχιστες για τις πιθανές επιπτώσεις της στο αναπαραγωγικό σύστημα τους», εξηγεί η Δρ Τζοντι Φλάους, καθηγήτρια Συγκριτικών Βιοεπιστημών στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις.
Σε προηγούμενη μελέτη, η ερευνήτρια και οι συνεργάτες της είχαν παρατηρήσει ότι η θεραπεία με ένα άλλο φυτοοιστρογόνο που περιέχεται στη γλυκόριζα ανέστειλε την ικανότητα μεμονωμένων ωοθηκικών ωοθυλακίων να αναπτυχθούν και να παράγουν στεροειδείς ορμόνες του φύλου.
Επεκτείνοντας αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές μελέτησαν την χρόνια έκθεση στην γενιστεΐνη και πως επηρέαζε τα επίπεδα των στεροειδών ορμονών και το αποτέλεσμα της κύησης. Τα ενήλικα θηλυκά ποντίκια του δείγματος σιτίστηκαν με διατροφή που περιείχε 300, 500 ή 1,000 ppm γενιστεΐνης, ενώ μια άλλη ομάδα ελέγχου έκανε διατροφή χωρίς σόγια και φυτοοιστρογόνα.
Η ομάδα παρέμβασης εκτέθηκε στην γενιστεΐνη για 30, 60, 150 ή 240 ημέρες, γεγονός που συντέλεσε σε συγκεντρώσεις ορού αίματος αντίστοιχες με αυτές που έχουν γυναίκες που παίρνουν διατροφικά συμπληρώματα σόγιας ή τροφές σόγιας.
Στα πειραματόζωα που είχαν εκτεθεί για 30 ημέρες στην γενιστεΐνη, η διάρκεια της κύησης ήταν μειωμένη φτάνοντας σχεδόν στο όριο του πρόωρου τοκετού. Μετά από 60 ημέρες έκθεσης είχαν κυοφορήσει λιγότερα ποντίκια. Μετά από 150 ημέρες, που τα τρωκτικά είχαν καταναλώσει 500 ppm ή 1000 ppm γενιστεΐνης ήταν λιγότερο πιθανόν να μείνουν έγκυα. Μόνο το 83% των θηλυκών ήταν γόνιμα.
Έπειτα από 240 ημέρες, μόνο το 50% των ποντικιών που είχαν πάρει 300 ppm γενιστεΐνης ήταν γόνιμα, συγκριτικά με το 67% της ομάδας ελέγχου.
Όμως, η γενιστεΐνη φάνηκε να ενισχύει τη γονιμότητα των ομάδων που είχαν πάρει 500 ppm (83%) και 1.000 ppm (100%) γενιστεΐνης.
Πάντως, ενώ στην ομάδα των 240 ημερών έκθεσης στην γενιστεΐνη τα ποντίκια γέννησαν φυσιολογικού μεγέθους απογόνους, με αυξημένη συχνότητα τα εξόντωναν, ενώ όσα επέζησαν ήταν μικρότερα από τα συνομήλικά τους.
Αν και προκαταρκτικά τα ευρήματα, οι επιστήμονες τονίζουν ότι ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τις επιπτώσεις της μακροχρόνιας χρήσης φυτοοιστρογόνων και μία γυναίκα θα πρέπει να είναι προσεκτική ειδικά αν σκοπεύει να μείνει έγκυος στο άμεσο μέλλον.
Η μελέτη δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Reproductive Toxicology.
Διαβάστε επίσης: