Μεταστατικός καρκίνος πνεύμονα: Η ιστορία της Μ

Ήταν η πρώτη σκέψη της 42χρονης τότε Μ, όταν το 2019 διαγνώστηκε με μεταστατικό καρκίνο του πνεύμονα. Η νεαρή επιχειρηματίας, σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών δεν έκανε καταχρήσεις σε φαγητό και αλκοόλ. Είχε διακόψει το κάπνισμα πριν από 10 χρόνια κατά την πρώτη εγκυμοσύνη της, έχοντας καπνίσει περίπου οκτώ χρόνια συνολικά, και αθλούνταν τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Η διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα, που είχε ήδη επεκταθεί στον άλλο πνεύμονα και στο ένα επινεφρίδιο, έπεσε σαν κεραυνός στη ζωή της.

«Δεν είχα θορυβώδη συμπτώματα, αλλά κοιτάζοντας πλέον προς πίσω, θυμάμαι ότι περιοδικά είχα βήχα που επέμενε για λίγες ημέρες και μετά υποχωρούσε. Δεν είχα όμως ποτέ δύσπνοια, έτσι η διάγνωση ήρθε ως τυχαίο εύρημα σε ακτινογραφία που έκανα για άλλο λόγο. Ήταν πραγματικό σοκ. Για πολύ καιρό βρισκόμουν σε άρνηση. Σκέφτηκα για τα παιδιά μου και τι θα τους συνέβαινε αν πέθαινα».

Μετά τον απαραίτητο μοριακό έλεγχο της βιοψίας της, ο παθολόγος ογκολόγος της εξήγησε ότι έπασχε από αδενοκαρκίνωμα, έναν υπότυπο του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα, και ότι η θεραπεία της θα περιλάμβανε το συνδυασμό χημειοθεραπείας, αντιαγγειογενετικής θεραπείας (Βevacizumab) και ανοσοθεραπείας (Αtezolizumab). Τα συμπτώματα της είχαν ήδη επιδεινωθεί σημαντικά με τη δύσπνοια και τον βήχα να έχουν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα. Τρεις μήνες και τέσσερις κύκλους θεραπείας μετά, η Μ ήταν εντυπωσιακά κλινικά βελτιωμένη και οι πρώτες αξονικές είχαν δείξει μείωση της νόσου κατά 70%. Σήμερα, σχεδόν έναν χρόνο μετά, η Μ έχει επανέλθει σχεδόν πλήρως στην καθημερινότητά της. Λαμβάνει θεραπεία «συντήρησης» με την αντιαγγειογενετική θεραπεία και την ανοσοθεραπεία κάθε 3 εβδομάδες και αισιοδοξεί για το μέλλον της.

Στην Ελλάδα έχει υπολογισθεί ότι 6.500 άτομα χάνουν κάθε χρόνο τη ζωή τους από τον καρκίνο του πνεύμονα, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο κάπνισμα αλλά όχι μόνο. Η ασθενής Μ είναι μία από τις χιλιάδες ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα που ωφελήθηκαν από την εντυπωσιακή πρόοδο στην ογκολογία τα τελευταία 10 χρόνια και που οδήγησε στο συνδυασμό των νεότερων θεραπειών με τις κλασικές χημειοθεραπείες. Η ανοσοθεραπεία είναι η θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιεί το ανοσοποιητικό μας σύστημα στην θεραπεία του καρκίνου. Ο μοναδικός μηχανισμός δράσης, το ξεχωριστό προφίλ ασφάλειας, η παρατεταμένη διάρκεια ανταπόκρισης, η καθορισμένη χρονική διάρκεια χορήγησης της, η πιθανότητα μακροχρόνιας επιβίωσης ή ακόμα και ίασης έχει αλλάξει τελείως τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον καρκίνο του πνεύμονα. Αντίθετα με τη χημειοθεραπεία, η ανοσοθεραπεία βοηθά τον ίδιο τον οργανισμό να αναγνωρίσει και να «επιτεθεί» στα καρκινικά κύτταρα. Επιπλέον, το ανοσοποιητικό σύστημα αποκτά μνήμη, παρέχοντας μακροχρόνια αποτελεσματικότητα σε κάποιους ασθενείς. Η ανοσοθεραπεία, αν και δεν έχει την τοξικότητα της χημειοθεραπείας, έχει και αυτή παρενέργειες κυρίως μέσω της υπερβολικής διέγερσης του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενή.

Τα φάρμακα της ανοσοθεραπείας στον καρκίνο του πνεύμονα περιλαμβάνουν τους αναστολείς προγραμματισμένου θάνατου PD-1 και PDL-1 όπως τα Atezolizumab, Nivolumab, Pembrolizumab, Durvalumab και τους αναστολείς CTLA-4 όπως το Ipilimumab. Η ανοσοθεραπεία ωφελεί όμως μόνο κάποιους ασθενείς και όχι όλους. Η ταχύτητα με την οποία αναπτύχθηκαν και εγκρίθηκαν τα φάρμακα αυτά δεν μας επιτρέπουν ακόμα να γνωρίζουμε με ασφάλεια όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των ασθενών που πρόκειται να ωφεληθούν περισσότερο. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι ωφελούνται περισσότερο όσοι εκφράζουν κάποιους βιοδείκτες όπως PDL-1, TMB, TILs αλλά το πεδίο έρευνας στο συγκεκριμένο θέμα είναι ακόμα τεράστιο. Έτσι η ανοσοθεραπεία στην υποομάδα ασθενών με υψηλή έκφραση του βιοδείκτη PDL-1 έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να αντικαταστήσει τη χημειοθεραπεία από την πρώτη γραμμή αντιμετώπισης, υπερδιπλασιάζοντας τη συνολική επιβίωση σε σχέση με την κλασική χημειοθεραπεία.

Η ογκολογία έχει πολύ ακόμα δρόμο να διανύσει απαντώντας σε ερωτήματα όπως το πώς επιλέγουμε τους ασθενείς και τους κατάλληλους συνδυασμούς φαρμάκων, πώς μπορούμε να προβλέψουμε την τοξικότητα και να υπερνικήσουμε την αντίσταση στα συγκεκριμένα φάρμακα ή ποια είναι η βέλτιστη διάρκεια θεραπείας. Η ανοσοθεραπεία ήρθε για να μείνει όμως και είμαστε όμως αισιόδοξοι ότι στο κοντινό μέλλον θα καταφέρουμε να παίρνουμε το μέγιστο από τη θεραπεία αυτή προς όφελος των ασθενών, των οικογενειών τους, της οικονομίας και της κοινωνίας.

Δρ. Ευάγγελος Γ. Βούλγαρης
Στρατιωτικός Ιατρός, Παθολόγος Ογκολόγος
Διδάκτορας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
www.oncoconsult.gr