Άσθμα: Βιολογική θεραπεία των Sanofi & Regeneron μειώνει θεαματικά τις σοβαρές κρίσεις
Ανανεώθηκε:
Ο βιολογικός παράγοντας Dupilumab μείωσε σημαντικά τη χορήγηση στεροειδών, τις σοβαρές κρίσεις άσθματος και βελτίωσε την πνευμονική λειτουργία σε μια μελέτη Φάσης 3 σε άτομα με σοβαρό άσθμα εξαρτώμενο από στεροειδή.
Πρόκειται για την πρώτη μελέτη με βιολογικό παράγοντα, που κατέδειξε οφέλη σε πληθυσμό ατόμων με σοβαρό άσθμα εξαρτώμενο από στεροειδή, η οποία συμπεριέλαβε ασθενείς ανεξάρτητα από τα επίπεδα των ηωσινόφιλων στο αίμα ή οποιονδήποτε άλλο βιοδείκτη τύπου 2 κατά την έναρξη της μελέτης.
Ειδικότερα, οι φαρμακευτικές Sanofi και Regeneron Pharmaceuticals, Inc. ανακοίνωσαν ότι η ερευνητική μελέτη Φάσης 3 για την αξιολόγηση του dupilumab σε ενήλικες και εφήβους με σοβαρό άσθμα εξαρτώμενο από στεροειδή πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο και τα βασικά δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία.
Για το πρωτεύον καταληκτικό σημείο, την 24η εβδομάδα στον συνολικό πληθυσμό, το dupilumab που προστέθηκε στις καθιερωμένες θεραπείες μείωσε σημαντικά τη χρήση από του στόματος κορτικοστεροειδών (OCS) ως θεραπεία συντήρησης κατά 70% κατά μέσο όρο (διάμεση μείωση 100%) σε σύγκριση με μείωση κατά 42% με το εικονικό φάρμακο (διάμεση μείωση 50%) (p < 0,0001). Σε προκαθορισμένες αναλύσεις ασθενών με τιμές ηωσινόφιλων μεγαλύτερες ή ίσες με 300 κύτταρα/μικρολίτρο κατά την έναρξη της μελέτης, η προσθήκη του dupilumab μείωσε σημαντικά τη χορήγηση από του στόματος κορτικοστεροειδών κατά 80% κατά μέσο όρο (διάμεση μείωση 100%) σε σύγκριση με μείωση κατά 43% με το εικονικό φάρμακο (διάμεση μείωση 50%)(ονομαστικό p = 0,0001).
Στις 24 εβδομάδες, παρά τη μειωμένη χορήγηση από του στόματος κορτικοστεροειδών, οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με dupilumab παρουσίασαν λιγότερες σοβαρές κρίσεις (εξάρσεις) άσθματος κατά 59% στον συνολικό πληθυσμό (p < 0,0001), ενώ σημειώθηκαν κατά 71% λιγότερες σοβαρές κρίσεις άσθματος σε ασθενείς με τιμές ηωσινόφιλων μεγαλύτερες ή ίσες με 300 κύτταρα/μικρολίτρο. Επιπλέον, στις 24 εβδομάδες, και σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, το dupilumab βελτίωσε την πνευμονική λειτουργία, η οποία αξιολογήθηκε με βάση τον όγκο του βίαια εκπνεόμενου αέρα στο πρώτο δευτερόλεπτο (FEV1) που ήταν ίσος με 220ml (15%) στον συνολικό πληθυσμό (p = 0,0007) και ίσος με 320ml (25%) σε ασθενείς με τιμές ηωσινόφιλων μεγαλύτερες ή ίσες με 300 κύτταρα/μικρολίτρο (ονομαστικό p = 0,0049).
«Αυτή η μελέτη Φάσης 3 κατέδειξε ότι οι ασθενείς με την πιο σοβαρή μορφή άσθματος μπορούσαν να μειώσουν σημαντικά την εξάρτησή τους από κορτικοστεροειδή χορηγούμενα από του στόματος, ενώ οι μισοί από αυτούς ήταν σε θέση να διακόψουν πλήρως τη λήψη κορτικοστεροειδών, τα οποία δεν ενδείκνυνται για μακροχρόνια χρήση και δυνητικά σχετίζονται με σοβαρούς και πιθανώς μη αναστρέψιμους κινδύνους ασφάλειας. Είναι σημαντικό ότι, παρά τη μείωση της χορήγησης των από του στόματος κορτικοστεροειδών, το dupilumab σχετίστηκε με βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας. Πρόκειται για την τρίτη μελέτη στην οποία το dupilumab κατέδειξε μείωση των σοβαρών κρίσεων άσθματος και βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας σε μια ευρεία ομάδα ασθενών με μη ελεγχόμενο άσθμα – αυτό το αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό σε ασθενείς με αυξημένα επίπεδα δεικτών φλεγμονώδους αντίδρασης τύπου 2, όπως τιμές ηωσινόφιλων μεγαλύτερες από 300» δήλωσε ο George D. Yancopoulos, M.D., Ph.D., President και Chief Scientific Officer της Regeneron. «Το dupilumab μπλοκάρει το μονοπάτι IL-4/IL-13, το οποίο αποτελεί κεντρικής σημασίας στοιχείο της αλλεργικής φλεγμονής τύπου 2. Παραμένουμε αφοσιωμένοι στην έρευνα της χρήσης του dupilumab σε άλλες φλεγμονώδεις νόσους τύπου 2 συμπεριλαμβανομένης της ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας, των ρινικών πολυπόδων, της παιδιατρικής ατοπικής δερματίτιδας και της τροφικής αλλεργίας».
«Αυτή η μελέτη Φάσης 3 συμπεριέλαβε ασθενείς με σοβαρό άσθμα εξαρτώμενο από στεροειδή, ανεξάρτητα από τα επίπεδα ηωσινόφιλων ή άλλους βιοδείκτες κατά την έναρξη της μελέτης, και τα αποτελέσματα κατέδειξαν βελτιώσεις σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο όσον αφορά στην πνευμονική λειτουργία και τις εξάρσεις άσθματος στις υποομάδες των ασθενών – εκείνων με τιμές ηωσινόφιλων μεγαλύτερες από 300 κύτταρα/μικρολίτρο κατά την έναρξη της μελέτης, μεγαλύτερες από 150 κύτταρα/μικρολίτρο και μικρότερες από 150 κύτταρα/μικρολίτρο» δήλωσε ο Elias Zerhouni, M.D., President, Global R&D της Sanofi. «Είναι εκπληκτικό το ότι το dupilumab κατέδειξε σταθερή βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας σε όλο το πιλοτικό πρόγραμμα για το άσθμα, γεγονός κρίσιμης σημασίας για ασθενείς με σοβαρό άσθμα που αντιμετωπίζουν έκπτωση της αναπνευστικής τους ικανότητας σε καθημερινή βάση».
Ασθενείς με σοβαρό, χρόνιο άσθμα ζουν με σημαντική έκπτωση της πνευμονικής λειτουργίας, περίπου κατά 52% της προβλεπόμενης φυσιολογικής για τους ασθενείς κατά την έναρξη της εν λόγω μελέτης, γεγονός που επηρεάζει την ικανότητά τους να αναπνέουν φυσιολογικά και ενδέχεται να οδηγήσει σε συχνές εξάρσεις που απαιτούν ισχυρή θεραπεία. Αυτά τα προβλήματα παρουσιάζονται ακόμα και σε ασθενείς που λαμβάνουν χρόνια θεραπεία με κορτικοστεροειδή χορηγούμενα από του στόματος για τη διαχείριση των συμπτωμάτων τους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επίσης παραχώρησε άδεια κυκλοφορίας για το dupilumab για χρήση σε ενήλικες με μέτρια έως σοβαρή ατοπική δερματίτιδα οι οποίοι έχουν κριθεί κατάλληλοι για συστηματική θεραπεία τον Σεπτέμβριο του 2017.
Σχετικά με το Μη Ελεγχόμενο Επίμονο Άσθμα
Οι άνθρωποι που ζουν με μη ελεγχόμενο επίμονο άσθμα εμφανίζουν συχνά μειωμένη πνευμονική λειτουργία και σοβαρές κρίσεις (εξάρσεις) που είναι δυνατό να οδηγήσουν σε επίσκεψη στο τμήμα επειγόντων περιστατικών ή νοσηλεία. Παρόλο που υπάρχουν διαθέσιμες θεραπείες, υφίσταται ανάγκη για νέα φάρμακα που προσφέρουν ολοκληρωμένο έλεγχο του άσθματος, που περιλαμβάνει διατήρηση της πνευμονικής λειτουργίας και μείωση των εξάρσεων. Το μη ελεγχόμενο επίμονο άσθμα συχνά συσχετίζεται με άλλες αλλεργικές φλεγμονώδεις νόσους Τύπου 2, όπως η ατοπική δερματίτιδα, οι ρινικοί πολύποδες, η αλλεργική ρινίτιδα, η ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα και οι τροφικές αλλεργίες.
Η νόσος χαρακτηρίζεται από μία ανισορροπία ή υπερδραστηριότητα ορισμένων ανοσοκυττάρων (συμπεριλαμβανομένων των ηωσινόφιλων) και σηματοδοτικών πρωτεϊνών όπως οι ιντερλευκίνες. Δύο από αυτές, η Ιντερλευκίνη-4 (IL-4) και η Ιντερλευκίνη-13 (IL-13) θεωρούνται κεντρικοί παράγοντες της φλεγμονώδους αντίδρασης Τύπου 2.