ΥΓΕΙΑ

Ανατροπή σε όσα ξέραμε για τη χοληστερόλη: Δεν προκαλεί πλάκα & στεφανιαία νόσο σε μεταβολικά υγιείς

Οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως, καθιστώντας τη διάγνωση και την εκτίμηση του κινδύνου υψηλή προτεραιότητα.

Ανατροπή σε όσα ξέραμε για τη χοληστερόλη: Δεν προκαλεί πλάκα & στεφανιαία νόσο σε μεταβολικά υγιείς

Η επικρατούσα θεωρία για τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου υποστηρίζει ότι οι αυξήσεις της απολιποπρωτεΐνης Β (ApoB) και της χοληστερόλης λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL-C) αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου που θα πρέπει να αποτελούν πρωταρχικούς θεραπευτικούς στόχους.

Νέα μελέτη του Ινστιτούτου Βιοϊατρικής Καινοτομίας Lundquist του Ιατρικού Κέντρου Harbor, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, αμφισβητεί την επί μακρόν επικρατούσα πεποίθηση ότι η υψηλή χοληστερόλη συσχετίζεται και μάλιστα προκαλεί άμεσα στεφανιαία νόσο ή συσσώρευση πλάκας στις αρτηρίες σε μεταβολικά υγιή άτομα.

Ειδικότερα, η νέα έρευνα αμφισβητεί τη θεωρία των λιπιδίων σε μεταβολικά υγιή άτομα των οποίων τα επίπεδα χοληστερόλης αυξάνονται ως απάντηση σε μια κετογονική δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων, η οποία υιοθετείται από πολλούς για την αντιμετώπιση σημαντικών ψυχικών ή σωματικών προβλημάτων υγείας.

Καθώς αυξάνονται τα στοιχεία για την αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής μείωσης των υδατανθράκων για τη βελτίωση χρόνιων παθήσεων που κυμαίνονται από τον διαβήτη έως τη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου και τη διπολική διαταραχή, η διερεύνηση του καρδιαγγειακού κινδύνου λόγω υψηλής χοληστερόλης που προκαλείται από τη δίαιτα, αποκτά όλο και μεγαλύτερη αξία. Παρά τα εντυπωσιακά ευεργετικά αποτελέσματα που παρατηρούνται μετά από αυτή τη θεραπεία, η υιοθέτησή της συχνά αποθαρρύνεται από τους γιατρούς λόγω του υποτιθέμενου αυξημένου κινδύνου καρδιακής νόσου.

Στη μελέτη συμμετείχαν 100 μεταβολικά υγιή άτομα που ακολουθούσαν μακροχρόνια κετογονική δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες.

Ο πληθυσμός αυτός ταξινομήθηκε ως άλιπος και μεταβολικά υγιής και παρουσίασε υψηλά επίπεδα χοληστερόλης που προκλήθηκαν από την κετογονική δίαιτα.

Η μελέτη διερεύνησε τη σχέση μεταξύ της LDL-C, της ApoB και της εξέλιξης της καρδιακής πλάκας σε έναν υποπληθυσμό ατόμων που υιοθετούν δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων και ταιριάζουν στον φαινότυπο LMHR. Αυτό το μοναδικό μεταβολικό προφίλ περιλαμβάνει αυξημένα επίπεδα LDL-C και ApoB παρά τα κατά τα άλλα υγιή επίπεδα μεταβολικών δεικτών, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών τριγλυκεριδίων, της υψηλής HDL, της χαμηλής αρτηριακής πίεσης, της χαμηλής αντίστασης στην ινσουλίνη και του χαμηλού δείκτη μάζας σώματος.

Η καρδιακή απεικόνιση (αξονική αγγειογραφία) σε αυτόν τον πληθυσμό διαπίστωσε ότι οι παραδοσιακοί δείκτες χοληστερόλης (ApoB και LDL-C) δεν σχετίζονταν με την αρχική καρδιακή νόσο ή την εξέλιξη της νόσου.

Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η υψηλή χοληστερόλη δεν αποτελεί πάντα δείκτη εξέλιξης της καρδιαγγειακής πλάκας και ότι τα άτομα με τον φαινότυπο LMHR μπορεί να ωφεληθούν από την καρδιακή αγγειογραφία για την περαιτέρω αξιολόγηση του καρδιαγγειακού τους κινδύνου.

Τα ευρήματα βασίζονται σε προηγούμενες εργασίες της ερευνητικής ομάδας που καταδεικνύουν ότι η αύξηση της LDL που προκαλείται από την κετογονική δίαιτα μπορεί να μην υποδηλώνει υψηλότερο κίνδυνο στεφανιαίας πλάκας.

«Είναι σημαντικό να ενημερωθούν οι κλινικοί γιατροί και το ευρύ κοινό, ότι θα πρέπει να εξετάζονται εξατομικευμένες, βασισμένες σε δεδομένα προσεγγίσεις για την εκτίμηση του κινδύνου με βάση το ατομικό προφίλ υγείας», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ. Matthew Budoff, ερευνητής και διευθυντής του τομέα καρδιακής αξονικής τομογραφίας και προληπτικής καρδιολογίας στο Ινστιτούτο Βιοϊατρικής Καινοτομίας Lundquist του Ιατρικού Κέντρου Harbor-UCLA.

Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Lundquist υπογραμμίζουν τη σημασία της εξέτασης εξατομικευμένων προσεγγίσεων για την αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε όλους τους πληθυσμούς.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Journal of the American College of Cardiology.