ΥΓΕΙΑ

Μικροβίωμα εντέρου: Η σχέση του με το ανοσοποιητικό και τον κίνδυνο σκλήρυνσης κατά πλάκας

Σινάνη Αικατερίνη

Το μικροβίωμα του εντέρου περιλαμβάνει τα τρισεκατομμύρια βακτήρια και άλλους μικροοργανισμούς που ζουν στο πεπτικό και συνδέεται όλο και περισσότερο με την υγεία και τις ασθένειες του ανθρώπου.

Μικροβίωμα εντέρου: Η σχέση του με το ανοσοποιητικό και τον κίνδυνο σκλήρυνσης κατά πλάκας

Νέα μελέτη του Yale αποκαλύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ του εντερικού μικροβιώματος ανθρώπων που διαγνώστηκαν πρόσφατα με σκλήρυνση κατά πλάκας (ΣΚΠ), μια αυτοάνοση ασθένεια που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα, και υγιών ανθρώπων.

Η μελέτη εντόπισε βακτήρια του εντέρου που είχαν σημαντικά διαφορετικά επίπεδα αφθονίας σε ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας.

Διαπιστώθηκε επίσης ότι, σε σύγκριση με τα υγιή άτομα, τα άτομα με σκλήρυνση είχαν μικρότερο αριθμό βακτηρίων που είχαν επικαλυφθεί με ένα αντίσωμα γνωστό ως ανοσοσφαιρίνη Α (IgA) του ξενιστή.

Αυτά τα αντισώματα διοχετεύονται στο έντερο από ανοσοποιητικά κύτταρα που ζουν στον βλεννογόνο -τον μαλακό ιστό που επενδύει το έντερο- και δεσμεύονται σε συγκεκριμένες ομάδες βακτηρίων, προκαλώντας την απομάκρυνσή τους.

«Το γεγονός ότι λιγότερα βακτήρια ήταν επικαλυμμένα με IgA σε ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, υποδηλώνει ότι ίσως υπάρχει μια θεμελιώδης αποσύνδεση στις αλληλεπιδράσεις ξενιστή-μικροβίων», λέει η Erin Longbrake, αναπληρώτρια καθηγήτρια νευρολογίας και επικεφαλής της μελέτης.

Οι επιστήμονες δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη την αιτία της σκλήρυνσης κατά πλάκας, αλλά οι έρευνες δείχνουν ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου, όπως η κακή διατροφή και το κάπνισμα, μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της νόσου. Αυτό καθιστά το μικροβίωμα μια ενδιαφέρουσα περιοχή μελέτης για να μάθουμε πώς αναπτύσσεται η σκλήρυνση κατά πλάκας.

«Το μικροβίωμα διασυνδέεται με το περιβάλλον καθώς και με το ανοσοποιητικό σύστημα», λέει η Longbrake. «Θεωρητικά, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου θα μπορούσαν να προδιαθέτουν τους ανθρώπους για σκλήρυνση κατά πλάκας επειδή μεταβάλλουν τα βακτήρια που βρίσκονται στο έντερο».

sklirinsi.jpg

Η σκλήρυνση κατά πλάκας σχετίζεται με μικρότερο ποσοστό βακτηρίων με επίστρωση IgA

Οι ερευνητές μελέτησαν 43 άτομα που είχαν διαγνωστεί πρόσφατα με σκλήρυνση κατά πλάκας και δεν είχαν ξεκινήσει ανοσοθεραπεία, και 42 υγιείς ανθρώπους που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου, οι οποίοι έδωσαν δείγματα κοπράνων. Οι ερευνητές απομόνωσαν πρώτα τα βακτήρια από αυτά τα δείγματα. Στη συνέχεια, χώρισαν τα βακτήρια σε εκείνα που ήταν επικαλυμμένα με IgA και σε εκείνα που δεν ήταν και μέτρησαν την αφθονία των διαφόρων ειδών βακτηρίων.

Διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που είχαν διαγνωστεί πρόσφατα με σκλήρυνση, είχαν σημαντικά μικρότερο ποσοστό βακτηρίων του εντέρου που ήταν επικαλυμμένα με IgA.

Εντόπισαν επίσης διαφορές στα συγκεκριμένα βακτήρια που ζούσαν στο έντερο αυτών των ασθενών. Ορισμένα από αυτά τα βακτήρια είχαν εντοπιστεί σε προηγούμενες έρευνες. Για παράδειγμα, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι τα είδη Faecalibacterium ήταν λιγότερο άφθονα σε ασθενείς με σκλήρυνση, γεγονός που συμφωνούσε με προηγούμενα ευρήματα.

Ανακάλυψαν επίσης νέες διαφορές, όπως ένα είδος Monoglobus που ήταν πιο άφθονο σε ασθενείς με σκλήρυνση που δεν λάμβαναν θεραπεία.

Από τα 43 άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας, τα 19 έδωσαν στους ερευνητές ένα επιπλέον δείγμα κοπράνων έξι μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας εξάντλησης των Β-κυττάρων - μια θεραπεία που καταστρέφει τα ανοσοποιητικά κύτταρα που συμβάλλουν στις αυτοάνοσες ασθένειες.

Το εντερικό μικροβιόγραμμα αυτών των ασθενών, έμοιαζε περισσότερο με το μικροβιόγραμμα των ατόμων που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου πριν από τη θεραπεία.

«Αυτό μας δίνει κάποιες ενδείξεις για τους μηχανισμούς που διέπουν τον τρόπο με τον οποίο αυτό το είδος φαρμάκου λειτουργεί για τη θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας», λέει η Longbrake.

Τα ευρήματα πιθανώς εξηγούν γιατί κάποιοι άνθρωποι αναπτύσσουν σκλήρυνση κατά πλάκας και άλλοι όχι.

Οι επιστήμονες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα είδη μικροβίων του εντέρου ως βιοδείκτες για την πρόβλεψη των ατόμων που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο.

«Ακόμα αναλύουμε τι σημαίνουν τα αποτελέσματά μας και πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις πληροφορίες για να βελτιώσουμε την περίθαλψη», λέει η Longbrake. «Αυτοί είναι τομείς που πρέπει να διερευνήσουμε στο μέλλον».

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Neurology Neuroimmunology & Neuroinflammation.