ΥΓΕΙΑ

Η διαταραχή του ύπνου που αυξάνει τον κίνδυνο άνοιας και Αλτσχάιμερ, ειδικά στις γυναίκες

Σινάνη Αικατερίνη

Μια συχνή αλλά υποδιαγνωσμένη διαταραχή του ύπνου, συμβάλλει στην ανάπτυξη άνοιας στους ενήλικες, ειδικά στις γυναίκες, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Η διαταραχή του ύπνου που αυξάνει τον κίνδυνο άνοιας και Αλτσχάιμερ, ειδικά στις γυναίκες

Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα για περισσότερους από 18.500 ενήλικες για να προσδιορίσουν την πιθανή επίδραση της αποφρακτικής άπνοιας ύπνου στον κίνδυνο άνοιας.

Η αποφρακτική άπνοια ύπνου είναι μια χρόνια διαταραχή του ύπνου που χαρακτηρίζεται από επεισόδια διακοπής ή περιορισμού της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου.

Για όλους τους 50 ετών και άνω, η ύπαρξη διαγνωσμένης αποφρακτικής άπνοιας ύπνου ή των συμπτωμάτων της -καθώς οι άνθρωποι συχνά δεν γνωρίζουν ότι έχουν το πρόβλημα- σχετιζόταν με μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης σημείων ή διάγνωσης άνοιας τα επόμενα χρόνια.

Ενώ η συνολική διαφορά σε αυτές τις διαγνώσεις άνοιας δεν ξεπέρασε ποτέ το 5%, η συσχέτιση παρέμεινε στατιστικά σημαντική ακόμη και όταν οι ερευνητές έλαβαν υπόψη πολλούς άλλους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο άνοιας, όπως η φυλή και η εκπαίδευση.

Σε κάθε ηλικιακό επίπεδο, οι γυναίκες τόσο με διαγνωσμένη όσο και με υποψία άπνοιας, είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με άνοια σε σχέση με τους άνδρες. Μάλιστα, το ποσοστό διάγνωσης άνοιας μειώθηκε μεταξύ των ανδρών και αυξήθηκε περισσότερο για τις γυναίκες καθώς γερνούσαν.

«Τα ευρήματά μας προσφέρουν νέα εικόνα για το ρόλο μιας θεραπεύσιμης διαταραχής του ύπνου στη μακροπρόθεσμη γνωστική υγεία σε επίπεδο πληθυσμού τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες», δήλωσε η πρώτη συγγραφέας Tiffany J. Braley, νευρολόγος, διευθύντρια του τμήματος Πολλαπλής Σκλήρυνσης/Νευροανοσολογίας και συνιδρύτρια της Κλινικής Κόπωσης και Ύπνου για τη Σκλήρυνση κατά Πλάκας στο University of Michigan Health.

Οι αιτίες της διαφοράς ως προς το φύλο στη διάγνωση της άνοιας ανάλογα με την κατάσταση της υπνικής άπνοιας, δεν είναι ακόμη γνωστοί, λένε οι ερευνητές.

Υπάρχουν ωστόσο κάποιες πιθανές εξηγήσεις. Οι γυναίκες με μέτρια υπνική άπνοια μπορεί να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και είναι πιθανότερο να έχουν αϋπνία, καταστάσεις που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη γνωστική λειτουργία.

«Τα οιστρογόνα αρχίζουν να μειώνονται καθώς οι γυναίκες περνούν στην εμμηνόπαυση, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τον εγκέφαλό τους», δήλωσε η συν-συγγραφέας Galit Levi Dunietz, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Νευρολογίας και στο Τμήμα Ιατρικής του Ύπνου του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.

«Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είναι πιο ευάλωτες σε προβλήματα μνήμης, ύπνου και διάθεσης που μπορεί να οδηγηθούν σε γνωστική έκπτωση. Η άπνοια ύπνου αυξάνεται σημαντικά μετά την εμμηνόπαυση, ωστόσο παραμένει υποδιαγνωσμένη. Χρειαζόμαστε περισσότερες επιδημιολογικές μελέτες για να κατανοήσουμε καλύτερα πώς οι διαταραχές του ύπνου στις γυναίκες επηρεάζουν τη γνωστική τους υγεία».

Έξι εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν διαγνωστεί επίσημα με υπνική άπνοια, ωστόσο η διαταραχή πιστεύεται ότι επηρεάζει σχεδόν 30 εκατομμύρια ανθρώπους.

Σε μια έκθεση του 2024, επιτροπή του Lancet εντόπισε διάφορους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου που ευθύνονται για το 40% περίπου της παγκόσμιας άνοιας.

Αν και ο ύπνος δεν συμπεριλήφθηκε στους επίσημους παράγοντες κινδύνου, η επιτροπή σημείωσε ότι η υπνική άπνοια «μπορεί να σχετίζεται με την άνοια».

Άλλοι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου για την άνοια περιλαμβάνουν καρδιαγγειακές παθήσεις και προβλήματα ψυχικής υγείας, τα οποία μπορεί να επιδεινωθούν από την άπνοια ύπνου που δεν αντιμετωπίζεται.

«Αυτές οι πιθανές βλάβες που προκαλεί η υπνική άπνοια, πολλές από τις οποίες απειλούν τη γνωστική απόδοση και την έκπτωση της μνήμης, υπογραμμίζουν τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας», δήλωσε η Braley.

«Η αποφρακτική άπνοια ύπνου και η επακόλουθη στέρηση και ο κατακερματισμός του ύπνου συνδέονται επίσης με φλεγμονώδεις αλλαγές στον εγκέφαλο που μπορεί να συμβάλλουν στη γνωστική εξασθένιση».

Η μελέτη του Michigan Medicine χρησιμοποίησε δεδομένα από τη μελέτη Health and Retirement Study, μια συνεχιζόμενη έρευνα που είναι αντιπροσωπευτική των Αμερικανών ηλικίας 50 ετών και άνω.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Sleep Advances.