ΥΓΕΙΑ

Η τοξίνη στα τρόφιμα που διαταράσσει τις ορμόνες στην εγκυμοσύνη

Σινάνη Αικατερίνη

Μία μυκοτοξίνη που λέγεται ζεαραλενόνη και ανιχνεύεται συχνά σε δημητριακά όπως το καλαμπόκι, το κριθάρι, η βρόμη, το ρύζι, αλλά και σε ζωοτροφές, θα μπορούσε να διαταράξει την ορμονική λειτουργία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Η τοξίνη στα τρόφιμα που διαταράσσει τις ορμόνες στην εγκυμοσύνη

Σε μια νέα μελέτη, το 97% των δειγμάτων ούρων από έγκυες γυναίκες έδειξαν ίχνη ζεαραλενόνης.

Μελέτες σε ποντίκια έχουν δείξει ότι η συγκεκριμένη μυκοτοξίνη μπορεί να μιμηθεί τα οιστρογόνα και να παρέμβει στην αναπαραγωγική διαδικασία.

Δεν είναι ακόμη σαφές εάν η εν λόγω ένωση μπορεί να προκαλέσει το ίδιο και στις γυναίκες.

Νέα μελέτη δείχνει ωστόσο ότι σχεδόν όλες οι έγκυες προσλαμβάνουν ζεαραλενόνη στο πλαίσιο της καθημερινής τους διατροφής.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Rutgers και του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ λένε ότι εντόπισαν ίχνη ζεαραλενόνης στο 97% των δειγμάτων ούρων που έλαβαν από έγκυες γυναίκες.

Η τοξίνη φαίνεται να είναι πιο συχνή μεταξύ των ανθρώπων που τρώνε πολλά υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα, πρόσθεσαν.

«Για κάθε 1% υψηλότερη κατανάλωση υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων, υπήρχε υψηλότερη έκθεση σε μυκοοιστρογόνα», σημείωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Carolyn Kinkad.

Όπως εξήγησαν οι ερευνητές, τα μυκοοιστρογόνα παράγονται από διάφορους μύκητες που συνήθως μολύνουν τα δημητριακά, τα κρέατα και τα επεξεργασμένα τρόφιμα. Η ζεαραλενόνη, ειδικότερα, μπορεί να βρεθεί στο καλαμπόκι, το σιτάρι και το κριθάρι.

Μελέτες σε ζώα υποδεικνύουν ότι η ζεαραλενόνη μπορεί να διαταράξει την αναπαραγωγή επειδή δρα όπως τα οιστρογόνα. Στην πραγματικότητα, μοιάζει με την οιστραδιόλη «που συνδέεται με τους υποδοχείς οιστρογόνων» στα κύτταρα.

Υψηλές συγκεντρώσεις ζεαραλενόνης έχουν ήδη συνδεθεί με μικρότερο αριθμό απογόνων για θηλαστικά όπως βοοειδή, χοίρους, ποντίκια και αρουραίους.

Από την άλλη πλευρά, η ζεαραλενόνη μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη, σε τέτοιο βαθμό που οι αγρότες τη χρησιμοποιούν συνήθως για να αυξήσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης των βοοειδών.

Είναι η μέση έγκυος γυναίκα εκτεθειμένη στη μυκοτοξίνη;

Για να το διαπιστώσουν, η Kinkade και οι συνεργάτες έλαβαν δείγματα ούρων, καθώς και 271 δείγματα πλακούντα, από 317 έγκυες γυναίκες στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης.

Σχεδόν όλα τα δείγματα ούρων βρέθηκαν θετικά για ζεαραλενόνη, δήλωσαν οι ερευνητές.

Οι υπέρβαρες/παχύσαρκες γυναίκες και οι γυναίκες που είχαν ήδη αποκτήσει παιδί στο παρελθόν, είχαν την τάση να έχουν υψηλότερα επίπεδα.

Η ποιότητα της διατροφής φάνηκε να παίζει ρόλο: Όσο πιο υγιεινή ήταν η διατροφή, με χαμηλότερα επίπεδα υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων, τόσο χαμηλότερη ήταν η έκθεση στη ζεαραλενόνη, διαπίστωσαν οι ερευνητές.

Τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα παρασκευάζονται κυρίως από ουσίες που εξάγονται από ολόκληρα τρόφιμα, όπως κορεσμένα λίπη, άμυλα και πρόσθετα σάκχαρα.

Περιέχουν επίσης μεγάλη ποικιλία πρόσθετων για να γίνουν πιο νόστιμα και ελκυστικά και να έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής, συμπεριλαμβανομένων χρωμάτων, γαλακτωματοποιητών, αρωμάτων και σταθεροποιητών.

Τέτοια είναι τα συσκευασμένα αρτοσκευάσματα, τα ζαχαρούχα δημητριακά, τα έτοιμα προς κατανάλωση ή προς ζέσταμα προϊόντα και τα αλλαντικά.

Τα επίπεδα των μυκοοιστρογόνων στα τρόφιμα μπορεί επίσης να αυξάνονται λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη, σημείωσαν οι ερευνητές.

«Τα τρέχοντα δεδομένα για τις μυκοτοξίνες προβλέπουν ότι τα επίπεδα αυτών των χημικών ουσιών θα αυξηθούν καθώς θα έχουμε θερμότερες θερμοκρασίες», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Zorimar Rivera-Núñez, επίκουρη καθηγήτρια βιοστατιστικής και επιδημιολογίας στο Rutgers.

Παρόλα αυτά, είναι ακόμη νωρίς για να κατανοήσουμε αν και πώς η ζεαραλενόνη μπορεί να επηρεάσει την ανθρώπινη αναπαραγωγή.

Ορισμένες μελέτες που βασίζονται σε κύτταρα έχουν υποδείξει ότι η τοξίνη θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη βλάβη από άλλους γνωστούς ενδοκρινικούς διαταράκτες όπως οι φθαλικές ενώσεις, είπαν οι ερευνητές.

«Οι άνθρωποι που θέλουν να μειώσουν την έκθεσή τους μπορούν να το κάνουν μειώνοντας συνολικά την κατανάλωση υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων», δήλωσε ο Kinkadeείπε.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Exposure Science & Environment Epidemiology.