ΥΓΕΙΑ

Σκλήρυνση κατά πλάκας: Για ποιους καρκίνους αυξάνει τον κίνδυνο

Σινάνη Αικατερίνη

Νέα μελέτη διαπίστωσε ότι ορισμένοι καρκίνοι είναι ελαφρώς συχνότεροι σε άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας (ΣΚΠ) από ό,τι σε άτομα χωρίς τη νευροεκφυλιστική πάθηση.

Σκλήρυνση κατά πλάκας: Για ποιους καρκίνους αυξάνει τον κίνδυνο

Στους καρκίνους αυτούς περιλαμβάνονται οι καρκίνοι της ουροδόχου κύστης, του εγκεφάλου και του τραχήλου της μήτρας. Η μελέτη δείχνει συσχέτιση και όχι αιτιώδη σχέση.

Στη σκλήρυνση κατά πλάκας, το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται στη μυελίνη, τη λιπαρή, λευκή ουσία που λειτουργεί ως μονωτική ταινία προστατεύοντας τα νεύρα. Είναι χρόνια πάθηση και μπορεί να γίνει απρόβλεπτη και να προκαλέσει αναπηρία.

«Τα άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας υποβάλλονται σε αυξημένο αριθμό εξετάσεων για την παρακολούθηση της πορείας της νόσου, κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες να εντοπιστούν και άλλες ασθένειες», δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Emmanuelle Leray, από το Πανεπιστήμιο Rennes στη Γαλλία. «Βρήκαμε μια συσχέτιση μεταξύ ορισμένων τύπων καρκίνου και Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας, η οποία μπορεί να έχει διαφορετικές εξηγήσεις ανάλογα με την ηλικία του ατόμου και τους τύπους καρκίνου. Συνολικά, η μελέτη μας διαπίστωσε ότι ο αυξημένος κίνδυνος καρκίνου ήταν αρκετά μικρός».

Για τη μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα 10 ετών στη γαλλική εθνική βάση δεδομένων υγειονομικής περίθαλψης.

Εντόπισαν 140.649 άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας και τους συνέκριναν με 562.596 άτομα χωρίς σκλήρυνση κατά πλάκας. Κανένας από τους συμμετέχοντες δεν είχε καρκίνο τρία χρόνια πριν από τη μελέτη. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για οκτώ χρόνια κατά μέσο όρο.

Κατά τη διάρκεια της μελέτης, 8.368 άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας και 31.796 άτομα χωρίς σκλήρυνση κατά πλάκας εμφάνισαν καρκίνο.

Οι ερευνητές κατέγραψαν 799 καρκίνους ανά 100.000 ανθρωποέτη για τα άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας και 736 καρκίνους ανά 100.000 ανθρωποέτη για τα άτομα χωρίς σκλήρυνση κατά πλάκας. Τα ανθρωποέτη αντιπροσωπεύουν τόσο τον αριθμό των ατόμων στη μελέτη όσο και το χρονικό διάστημα που κάθε άτομο συμμετέχει στη μελέτη.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας είχαν 6% αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης οποιουδήποτε τύπου καρκίνου, ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο και τον τόπο διαμονής.

Διαπίστωσαν επίσης ότι ο κίνδυνος καρκίνου ήταν υψηλότερος σε άτομα κάτω των 55 ετών και χαμηλότερος σε άτομα 65 ετών και άνω σε σύγκριση με άτομα χωρίς ΣΚΠ.

Στη συνέχεια οι ερευνητές εξέτασαν τους τύπους καρκίνου. Τα άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας είχαν 71% αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο της ουροδόχου κύστης, 68% αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του εγκεφάλου και 24% αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.

Είχαν όμως 20% χαμηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη, 10% χαμηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του παχέος εντέρου και 9% χαμηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού.

«Αν και η μελέτη μας διαπίστωσε υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του εγκεφάλου, αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει στην πρωιμότερη ανίχνευση σε όσους πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας, δεδομένου ότι κάνουν τακτικά εγκεφαλικές εξετάσεις, οι οποίες μπορεί να ανιχνεύσουν τους καρκίνους νωρίτερα, πριν το άτομο εμφανίσει συμπτώματα», δήλωσε η Leray.

«Οι συχνές λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος στα άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας και η χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων μπορεί να συμβάλλουν στον υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου της ουροδόχου κύστης και του τραχήλου της μήτρας. Ο χαμηλότερος κίνδυνος για καρκίνο του παχέος εντέρου και του μαστού μπορεί να οφείλεται εν μέρει στο ότι λιγότερα άτομα με Σκλήρυνση Κατά Πλάκας υποβάλλονται σε έλεγχο για καρκίνο σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν μπορεί να εμφανίζουν περισσότερα συμπτώματα Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας. Χρειάζονται περισσότερες έρευνες, συμπεριλαμβανομένων μελετών που εξετάζουν πιο προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο οι προληπτικές εξετάσεις για τον καρκίνο μπορεί να παίζουν ρόλο».

Ένας περιορισμός της μελέτης ήταν ότι οι ερευνητές δεν ήταν σε θέση να προσαρμόσουν παράγοντες όπως η εκπαίδευση, το εισόδημα, το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ, καθώς οι πληροφορίες αυτές δεν ήταν διαθέσιμες στην εθνική βάση δεδομένων.

Η μελέτη δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της επιστημονικής επιθεώρησης Neurology.