Εγκεφαλικό: Ο ρόλος του σακχάρου στην πρόγνωση θανάτου
Τα υψηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο λόγω ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου, αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο κακής λειτουργικής πρόγνωσης ή θανάτου εντός τριών μηνών από το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Είναι γνωστό ότι η φλεγμονή σε ορισμένες παθήσεις μπορεί να προκαλέσει αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ή υπεργλυκαιμία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πρόγνωση.
Στην περίπτωση του ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου, η αύξηση αυτή είναι συχνή, αλλά δεν έχει αναλυθεί σε βάθος.
Η νέα μελέτη του Hospital del Mar, στη Βαρκελώνη, εμβαθύνει σε αυτό το ζήτημα, εξετάζοντας δεδομένα από 2.774 ασθενείς με την πάθηση.
Εκτός από τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα κατά την εισαγωγή και τη σύγκρισή τους με τα συνήθη επίπεδα σακχάρου κάθε ασθενούς, εξετάστηκαν και άλλες μεταβλητές, όπως η ηλικία, ο διαβήτης, η αναπηρία, η σοβαρότητα του εγκεφαλικού επεισοδίου και η θεραπεία που έλαβε.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις μεταβλητές, τα υψηλότερα από τα συνηθισμένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, επιβεβαιώθηκαν ως παράγοντας χειρότερης λειτουργικής πρόγνωσης και θνησιμότητας τρεις μήνες μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες.
Μια αύξηση μόλις 13%, επιδεινώνει την πρόγνωση, ανεξάρτητα από το επίπεδο σακχάρου. Αυτό παρατηρήθηκε επίσης σε ασθενείς που είχαν προηγουμένως διαβήτη, που αντιστοιχούν στο 35% του συνόλου αυτών που μελετήθηκαν.
Η Δρ. Elisenda Climent, γιατρός στο Τμήμα Ενδοκρινολογίας και Διατροφής στο νοσοκομείο del Mar και ερευνήτρια στο ινστιτούτο, επισημαίνει: «Η μεταβλητή αυτή αντικατοπτρίζει καλύτερα την επίδραση του σακχάρου κατά την εισαγωγή του ασθενούς και στην ομάδα των ασθενών με υψηλότερους δείκτες υπάρχει χειρότερη πρόγνωση και θνησιμότητα».
Συγκεκριμένα, για κάθε αύξηση κατά 10%, ο κίνδυνος χειρότερης πρόγνωσης αυξάνεται κατά 7%. Σε όσους έχουν υψηλότερα επίπεδα, ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται κατά 62% και ο κίνδυνος θνησιμότητας κατά 88%.
Οι ερευνητές θα συνεχίσουν να μελετούν την επίδραση του σακχάρου σε αυτόν τον πληθυσμό για να διαπιστώσουν αν είναι ωφέλιμο να παρέμβουν στα επίπεδα γλυκόζης. Επί του παρόντος, αυτό δεν γίνεται λόγω των κινδύνων που συνδέονται με την υπερβολική μείωση των επιπέδων γλυκόζης.
«Επί του παρόντος επιλέγεται μια πιο συντηρητική θεραπευτική προσέγγιση, καθώς οι στρατηγικές αυστηρού ελέγχου δεν έχουν αποδειχθεί ανώτερες λόγω των κινδύνων που ενέχει η πτώση της γλυκόζης για την κατάσταση των ασθενών. Το σάκχαρο δεν αντιμετωπίζεται επιθετικά σε ασθενείς που έχουν υποστεί ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Η μελέτη μας μπορεί να επιτρέψει την επιλογή του πληθυσμού που μπορεί να μελετηθεί πιο εντατικά, αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες για ασφαλέστερη παρακολούθηση», εξηγεί η Δρ. Ana Rodríguez, επικεφαλής του τμήματος εγκεφαλικών επεισοδίων της νευρολογικής υπηρεσίας και ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ερευνών του Hospital del Mar.
«Είναι απαραίτητο να μελετηθεί αν πρόκειται για έναν δείκτη η παρέμβαση στον οποίο δεν βελτιώνει την πρόγνωση, ή αν είναι ένας παράγοντας που μπορεί να λειτουργήσει για τη βελτίωση της κατάστασης των ασθενών με υψηλότερα από τα συνήθη επίπεδα γλυκόζης», λέει ο Δρ. Juan José Chillarón, επικεφαλής της υπηρεσίας ενδοκρινολογίας και διατροφής του Hospital del Mar.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να επιτρέψουν «σε αυτή την υποομάδα ασθενών να επωφεληθεί από μια πιο εντατική ινσουλινοθεραπεία, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει μια πιθανή αλλαγή στην αντιμετώπισή τους», σημειώνει ο ερευνητής Joan Jiménez Balado από το Ερευνητικό Ινστιτούτο του Hospital del Mar.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό Cardiovascular Diabetology.