ΥΓΕΙΑ

Σύνδρομο μακρού QT: Τι πρέπει να γνωρίζετε για την καρδιολογική διαταραχή και την άσκηση

Σινάνη Αικατερίνη

Το Σύνδρομο μακρού QT (LQTS) είναι μια κληρονομική διαταραχή του ηλεκτρικού συστήματος της καρδιάς που μπορεί δυνητικά να προκαλέσει αυξημένο κίνδυνο και απειλητικές για τη ζωή καρδιακές αρρυθμίες.

Σύνδρομο μακρού QT: Τι πρέπει να γνωρίζετε για την καρδιολογική διαταραχή και την άσκηση

Η διαταραχή αυτή οφείλεται σε γονιδιακές μεταλλάξεις που προκαλούν δυσλειτουργία ειδικών διαύλων ιόντων της κυτταρικής μεμβράνης, οι οποίοι καθορίζουν το δυναμικό ηρεμίας και ενέργειας του μυοκαρδιακού κυττάρου (Συγγενές σύνδρομο μακρού QT).

Οι κύριες εκδηλώσεις είναι η απώλεια συνείδησης (συγκοπή) και ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος.

Τα άτομα που έχουν διαγνωστεί με τη συχνή κληρονομική καρδιακή αρρυθμία, μπορούν να ασκούνται με ασφάλεια χωρίς να κινδυνεύουν να πεθάνουν από αιφνίδιο θάνατο ή καρδιακή ανακοπή, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.

«Τα συμβάντα αρρυθμιών στα άτομα που λάμβαναν την κατάλληλη θεραπεία για LQTS ήταν λίγα, τόσο σε όσους ασκούνταν έντονα όσο και σε όσους ασκούνταν μέτρια ή καθόλου», κατέληξαν οι ερευνητές με επικεφαλής τη δρα Ρέιτσελ Λάμπερτ, καθηγήτρια καρδιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ.

Σύμφωνα με την Κλινική Cleveland, το σύνδρομο μακρού TS περιλαμβάνει καθυστερήσεις στην «επαναφόρτιση» του ηλεκτρικού συστήματος της καρδιάς, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε έναν δυνητικά επικίνδυνο ακανόνιστο καρδιακό παλμό.

Το σύνδρομο εμφανίζεται σε περίπου 1 στους 2.500 ανθρώπους, καθιστώντας το «την πιο συχνά διαγνωσμένη γενετική ηλεκτρική ανωμαλία» της καρδιάς, δήλωσαν οι ερευνητές.

Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι η έντονη άσκηση μπορεί να συμβάλει στην πρόκληση καρδιακής ανακοπής σε άτομα με LQTS, αλλά όπως επεσήμαναν οι ερευνητές, οι μελέτες αυτές αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό ασθενείς στους οποίους το σύνδρομο διαγνώστηκε μόνο μετά από ένα τέτοιο καρδιακό συμβάν.

Τι ισχύει για όσους γνωρίζουν ότι έχουν LQTS και υποβάλλονται στην κατάλληλη θεραπεία;

Για να το ανακαλύψουν, οι ερευνητές παρακολούθησαν επί τρία χρόνια την υγεία 1.413 ανθρώπων που διαγνώστηκαν με LQTS σε 37 ιατρικές μονάδες σε πέντε χώρες.

Οι ηλικίες τους κυμαίνονταν από 8 έως 60 ετών και είχαν ανακαλύψει ότι έφεραν το γονίδιο που προκαλεί το LQTS ή ότι η πάθησή τους είχε εντοπιστεί σε ηλεκτροκαρδιογράφημα.

Κατά τη διάρκεια της μελέτης, όλοι έπαιρναν φάρμακα ή είχαν εμφυτεύσιμο απινιδωτή.

Πάνω από τους μισούς συμμετέχοντες στη μελέτη (52%) έκαναν έντονη άσκηση, ήταν για παράδειγμα δρομείς.

Οι υπόλοιποι έκαναν είτε μέτρια άσκηση είτε δεν ασκούνταν.

Το συμπέρασμα: Κατά τη διάρκεια των τριών ετών της μελέτης, δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων ως προς τις εξής τέσσερις καταστάσεις: αιφνίδιος θάνατος, μη θανατηφόρα αιφνίδια καρδιακή ανακοπή, λιποθυμία που προκλήθηκε από ακανόνιστο καρδιακό παλμό ή αρρυθμίες που κρίθηκαν τόσο δύσκολες που χρειάστηκαν θεραπεία με εμφυτεύσιμο απινιδωτή.

Το συνολικό ποσοστό των καρδιακών συμβάντων ήταν χαμηλό - 2,6% μεταξύ εκείνων που έκαναν έντονη άσκηση και 2,7% για εκείνους που ασκούνταν λιγότερο έντονα.

Στην πραγματικότητα μόνο μία γυναίκα υπέστη αιφνίδιο καρδιακό θάνατο σε όλη τη διάρκεια της μελέτης.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτή η 31χρονη γυναίκα διαπιστώθηκε αργότερα ότι έπασχε από ακόμη ένα καρδιακό σύνδρομο και ότι είχε σταματήσει τη θεραπεία της.

Συνολικά 116 από τα άτομα που συμμετείχαν στη μελέτη, έκαναν υψηλής έντασης άσκηση και το επίπεδο των καρδιακών περιστατικών τους ήταν επίσης πολύ χαμηλό, σημείωσαν οι συγγραφείς της μελέτης.

Οι ερευνητές πιστεύουν ότι με την κατάλληλη θεραπεία, το LQTS δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο για την άσκηση, ακόμη και όταν οι προπονήσεις γίνονται έντονες.

Οι αποφάσεις γύρω από το αν αυτοί οι ασθενείς πρέπει να ασχοληθούν με τον αθλητισμό ή τις σκληρές προπονήσεις, θα πρέπει ίσως πλέον να μην λαμβάνονται μόνο από τους γιατρούς, πρόσθεσε η ομάδα του Lampert, αλλά μέσω της «κοινής λήψης αποφάσεων» μεταξύ ασθενούς και γιατρού σχετικά με το αν αυτές οι δραστηριότητες δικαιολογούνται.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Circulation.