ΥΓΕΙΑ

Γλυκαντικά: Είναι πιο υγιεινά από τη ζάχαρη & πόσο βοηθούν στην απώλεια βάρους;

Σινάνη Αικατερίνη

Αντίθετα με τη ζάχαρη οι γλυκαντικές ουσίες έχουν ελάχιστες θερμίδες. Λέγεται όμως πως είναι βλαβερές για την υγεία μας. Τελικά πόσο ωφέλιμα και πόσο επικίνδυνα είναι τα γλυκαντικά;

Γλυκαντικά: Είναι πιο υγιεινά από τη ζάχαρη & πόσο βοηθούν στην απώλεια βάρους;

Αναψυκτικά, ζελεδάκια, γιαούρτια – όλα χωρίς ζάχαρη, αλλά εξίσου γλυκά. Απώλεια βάρους χωρίς να χρειάζεται να στερηθείτε τίποτα: αυτό υπόσχονται οι γλυκαντικές ουσίες. Και φυσικά αυτό ακούγεται εκπληκτικό. Όμως οι γλυκαντικές αυτές ουσίες γίνονται ξανά και ξανά είδηση για τους λάθος λόγους. Το ίδιο συνέβη για παράδειγμα και το 2023, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) χαρακτήρισε την ασπαρτάμη, που χρησιμοποιείται συχνά ως υποκατάστατο ζάχαρης, ως «πιθανώς καρκινογόνα».

Την ίδια χρονιά ο ΠΟΥ προειδοποίησε ενάντια στην κατανάλωση γλυκαντικών ουσιών ως μέσο απώλειας βάρους, ως μία συνήθεια που δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα και που ενδέχεται να έχει και άγνωστες επιπτώσεις στην υγεία του καταναλωτή.

Ποιες γλυκαντικές ουσίες υπάρχουν;

Στην ΕΕ επιτρέπονται συνολικά 12 γλυκαντικές ουσίες, μεταξύ των οποίων οι:

  • Ακεσουλφάμη Κ
  • Ασπαρτάμη
  • Κυκλαμικό Οξύ
  • Σακχαρίνη
  • Σουκραλόζη

Ανάμεσα στις γλυκαντικές αυτές ουσίες υπάρχουν σημαντικές χημικές διαφορές. «Και ως εκ τούτου το έντερο τις επεξεργάζεται και με διαφορετικό τρόπο», όπως επισημαίνει ο Στέφαν Κάμπις, διατροφικός ερευνητής στο Γερμανικό Κέντρο για την Έρευνα του Διαβήτη στο Charité του Βερολίνου.

«Υπάρχουν γλυκαντικές ουσίες που καταλήγουν στην κυκλοφορία του αίματος, ενώ άλλες, όπως η ασπαρτάμη, χωνεύονται απευθείας στο έντερο. Η σουκραλόζη αντιθέτως απλώς περνάει απ’ όλο το έντερο», εξηγεί ο Κάμπις.

Είναι τα γλυκαντικά πιο υγιεινά από τη ζάχαρη;

Η ζάχαρη και γενικώς τα ζαχαρούχα προϊόντα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες – και επομένως κάποιος που καταναλώνει τέτοια τρόφιμα είναι πολύ πιθανότερο να γίνει υπέρβαρος.

Ακολούθως η παχυσαρκία μπορεί να προκαλέσει διάφορες ασθένειες: διαβήτη, καρδιαγγειακές παθήσεις, αλλά και διάφορα είδη καρκίνου, όπως καρκίνο του εντέρου και του μαστού. Εξ ου και «οι γλυκαντικές ουσίες είναι οπωσδήποτε πιο υγιεινές από τη ζάχαρη», τονίζει ο Κάμπις.

Ωστόσο οι ειδήσεις αναφορικά με τις γλυκαντικές ουσίες είναι συχνά εξίσου ανησυχητικές – για την ασπαρτάμη, για παράδειγμα, ο ΠΟΥ έχει υπογραμμίσει πως υπάρχουν «περιορισμένες ενδείξεις» ότι δύναται να προκαλέσει έναν συγκεκριμένο τύπο καρκίνου στο ήπαρ.

Πάντως η ημερήσια ποσότητα ασπαρτάμης που συνίσταται να καταναλώνει κατά μέγιστο ένας άνθρωπος τοποθετείται στα 40 mg ανά κιλό σωματικού βάρους. Ένας άνθρωπος δηλαδή που ζυγίζει 70 κιλά θα έπρεπε να πιει 9 με 14 αναψυκτικά διαίτης, ώστε να υπερβεί την εν λόγω ποσότητα – υπό την προϋπόθεση βέβαια πως το μόνο προϊόν με ασπαρτάμη που καταναλώνει είναι τέτοιου είδους αναψυκτικά.

«Η υπόθεση πως οι γλυκαντικές ουσίες προκαλούν καρκίνο, καρδιαγγειακές παθήσεις, παχυσαρκία και διαβήτη πηγάζουν κυρίως από το ίδιο είδος ερευνών», προσθέτει ο Κάμπις. «Δηλαδή από μελέτες παρατήρησης». Και αυτό αποτελεί πρόβλημα.

Οι μελέτες παρατήρησης συλλέγουν έναν μεγάλο αριθμό δεδομένων από χιλιάδες συμμετέχοντες με τη βοήθεια ερωτηματολογίων και εξετάσεων. «Τα δεδομένα αυτά δείχνουν χαρακτηριστικά πως οι άνθρωποι που καταναλώνουν πολλές γλυκαντικές ουσίες διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη ή καρκίνο και να υποστούν καρδιακή προσβολή ή κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο», λέει ο Κάμπις.

Όπως τονίζει όμως ο ειδικός, άνθρωποι που καταναλώνουν πολλές γλυκαντικές ουσίες είναι συχνά ήδη υπέρβαροι και δεν ακολουθούν ιδιαίτερα υγιεινό τρόπο ζωής. Και σε μία μελέτη παρατήρησης δεν μπορούν να αποκλειστούν εντελώς όλοι αυτοί οι πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου για την υγεία του συμμετέχοντος. Ή με άλλα λόγια: οι μελέτες παρατήρησης δεν μπορούν να εξετάσουν έναν συγκεκριμένο παράγοντα μεμονωμένα.

Κατά τον Κάμπις τα όσα έχουν δείξει έως τώρα οι μελέτες για τις γλυκαντικές ουσίες αποτελούν περισσότερο συσχέτιση και όχι αιτιώδη σύνδεσμο. «Έγινε κάποιος παχύσαρκος επειδή κατανάλωνε γλυκαντικές ουσίες ή στράφηκε σε αυτές, επειδή είναι παχύσαρκος; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί σε μία μελέτη παρατήρησης». Και ως εκ τούτου απαιτείται περαιτέρω έρευνα της εκάστοτε περίπτωσης.

Ένα άλλο ερώτημα, που παραμένει επίσης αναπάντητο, είναι το ακόλουθο: Βλάπτουν οι γλυκαντικές ουσίες το εντερικό μικροβίωμα και επηρεάζουν με αυτόν τον τρόπο αρνητικά το ανοσοποιητικό σύστημα; Υπάρχουν ενδείξεις πως πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο, κι εδώ όμως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το ζήτημα. Την ίδια στιγμή ωστόσο είναι αποδεδειγμένο πως η ζάχαρη βλάπτει όντως το μικροβίωμα του εντέρου.

Βοηθούν τα γλυκαντικά στην απώλεια βάρους;

Εκ πρώτης όψεως η ερώτηση αυτή φαίνεται να απαντάται εύκολα: όποιος αντικαθιστά την πλούσια σε θερμίδες ζάχαρη με κάποια γλυκαντική ουσία, που έχει λιγότερες θερμίδες, χάνει βάρος. «Σε μία τέτοια συνθήκη οι άνθρωποι χάνουν πάντοτε βάρος», δηλώνει ο Κάμπις. «Όχι όμως τόσο γρήγορα όσο αναμενόταν».

Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στον τρόπο λειτουργίας του εντέρου. Εκεί υπάρχουν κάποιοι υποδοχείς γλυκών ουσιών, οι οποίοι ενεργοποιούνται τόσο με τη ζάχαρη όσο και με τις γλυκαντικές ουσίες. Η ενεργοποίηση των υποδοχέων αυτών απελευθερώνει ορισμένες ορμόνες, τις λεγόμενες ινκρετίνες, οι οποίες συμβάλλουν στην παραγωγή ινσουλίνης και προκαλούν στον άνθρωπο ένα αίσθημα χορτασμού.

Υπάρχει όμως κι εδώ μία διαφορά ανάμεσα στις γλυκαντικές ουσίες και τη ζάχαρη: «Μία αμιγώς γλυκαντική ουσία δεν απελευθερώνει καθόλου ινσουλίνη. Και γι’ αυτό ενδεχομένως νιώθουμε και πάλι ένα αίσθημα πείνας», εξηγεί ο Κάμπις.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο οι γλυκαντικές ουσίες μάλλον δεν ενδείκνυνται ως το ιδανικό μέσο δίαιτας είναι πως μετά την κατανάλωσή τους ο άνθρωπος εξακολουθεί να θέλει κάτι γλυκό. «Με τις γλυκαντικές ουσίες υπάρχει μία επαναλαμβανόμενη, στα όρια του εθισμού επιθυμία για κάτι γλυκό», λέει ο Κάμπις. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποφεύγει κανείς συνειδητά τα γλυκαντικά, ούτε όμως και να τα επιζητά: «Το όφελος είναι μικρό, χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί κιόλας απολύτως πως είναι βλαβερά».

Πηγή: DW