ΥΓΕΙΑ

Τατουάζ: Πώς συνδέονται με τον κίνδυνο αιματολογικού καρκίνου

Σινάνη Αικατερίνη

Πάνω από το 20% των ενηλίκων στην Ευρώπη και το 30% στις ΗΠΑ έχουν τουλάχιστον ένα τατουάζ, ενώ το 25% από αυτούς έχουν δύο ή περισσότερα.

Τατουάζ: Πώς συνδέονται με τον κίνδυνο αιματολογικού καρκίνου

Οι άνθρωποι που κάνουν τατουάζ, είναι πιθανό να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης λεμφώματος, ενός τύπου αιματολογικού καρκίνου.

Ο κίνδυνος ισχύει ανεξαρτήτως του μεγέθους του τατουάζ, ακόμη και αν αυτά είναι μικροσκοπικά, όπως διαπίστωσε η μελέτη Σουηδών επιστημόνων.

Το λέμφωμα είναι μία αιματολογική κακοήθεια που προσβάλλει τους λεμφαδένες.

Όπως τονίζουν οι ειδικοί, η διαδικασία της δερματοστιξίας προκαλεί αντίδραση του ανοσοποιητικού, η οποία έχει ως συνέπεια την απομάκρυνση των χρωστικών από το σημείο της έγχυσης. Η εναπόθεσή τους στους λεμφαδένες έχει επιβεβαιωθεί σε αρκετές μελέτες, δεν είχαν διερευνηθεί ωστόσο οι μακροπρόθεσμες συνέπειές της.

Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Lund αναζήτησαν στο Σουηδικό Εθνικό Μητρώο Καρκίνου άτομα ηλικίας 20-60 ετών που διαγνώσθηκαν με λέμφωμα μεταξύ 2007 και 2017. Κατόπιν επέλεξαν τυχαία πολλαπλάσιο αριθμό υγιών συνομηλίκων τους.

Στη συνέχεια έστειλαν αναλυτικό ερωτηματολόγιο του τρόπου ζωής σε σχεδόν 12.000 ασθενείς και υγιείς συμμετέχοντες στη μελέτη και έλαβαν απαντήσεις από τους 5.591 από αυτούς. Οι 1.398 έπασχαν από λέμφωμα, ενώ οι υπόλοιποι 4.193 ήταν υγιείς.

Από τους ασθενείς με λέμφωμα, το 21% (289 άτομα) είχαν κάνει τατουάζ. Στους υγιείς συνομηλίκους τους, τατουάζ είχε το 18% (735 άτομα).

Τα τατουάζ συνδέθηκαν με 21% περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης λεμφώματος. Η έκτασή τους δεν φάνηκε να παίζει ρόλο. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η συσχέτιση πιθανώς οφείλεται στην αντίδραση του ανοσοποιητικού και όχι στις χρωστικές, εκτιμούν οι ερευνητές.

Τα τατουάζ φάνηκε να αυξάνουν κατά 30% τον κίνδυνο για διάχυτο λέμφωμα από μεγάλα Β-κύτταρα. Αύξαναν επίσης σημαντικά τον κίνδυνο για οζώδες λέμφωμα. Το πρώτο είναι ένα επιθετικό λέμφωμα, ενώ το οζώδες λέμφωμα αναπτύσσεται συνήθως πολύ αργά.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση eClinicalMedicine.