Σκλήρυνση κατά Πλάκας: Τι προκαλεί στον οργανισμό και πώς αντιμετωπίζεται
Η σκλήρυνση κατά πλάκας ή πολλαπλή σκλήρυνση είναι μια αυτοάνοση πάθηση που προσβάλλει τον εγκέφαλο, τον νωτιαίο μυελό και τα μάτια.
Χαρακτηρίζεται ως η συχνότερη νευρολογική νόσος της νεαρής και παραγωγικής ηλικίας του ατόμου, επηρεάζοντας την ποιότητα ζωής του, καθώς δυσκολεύει την κινητικότητα, προσβάλλει την ουροδόχο κύστη και με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να δημιουργήσει και άλλα προβλήματα.
Προσβάλλει συχνότερα άτομα μεταξύ 20 και 40 ετών, χωρίς να αποκλείεται η εμφάνισή της νωρίτερα ή αργότερα.
Επιπλέον, εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες και σε ό,τι αφορά τη φυλή, πιο πολύ στη λευκή, ενώ η πιθανότητα προσβολής στον γενικό πληθυσμό είναι περίπου 1:1.000.
Τα αίτια εμφάνισης της πολλαπλής σκλήρυνσης είναι άγνωστα. Έχει αποδειχθεί, ωστόσο, πως παράγοντες που εμπλέκονται στην αιτιοπαθογένεσή της είναι η γενετική προδιάθεση, η έκθεση σε έναν ή περισσότερους παθογόνους παράγοντες του περιβάλλοντος και η ανάπτυξη παθολογικών ανοσολογικών μηχανισμών έναντι του κεντρικού νευρικού συστήματος, από απροσδιόριστα αίτια.
Επίσης, φαίνεται ότι η κληρονομικότητα παίζει κάποιο ρόλο στην εμφάνισή της. Τα άτομα των οποίων νοσεί ένας γονιός ή μία αδελφή ή ένας αδελφός, παρουσιάζουν 1-3% πιθανότητα να νοσήσουν και τα ίδια. Το αντίστοιχο ποσοστό για δίδυμα αδέλφια είναι περίπου στο 30%.
Τι προκαλεί στον οργανισμό;
Το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς «επιτίθεται» και καταστρέφει τη μυελίνη, τη λιποειδή ουσία που προστατεύει τα νεύρα και τους επιτρέπει να λειτουργούν και να στέλνουν τα σήματα που ελέγχουν την κίνηση, την ομιλία και μια σειρά από άλλες λειτουργίες. Στη θέση της κατεστραμμένης μυελίνης, δημιουργείται ουλώδης ιστός, οπότε τα νευρικά σήματα δεν μεταδίδονται σωστά.
Συμπτώματα
Τα συνηθέστερα συμπτώματα περιλαμβάνουν εύκολη κόπωση, αδυναμία των άκρων, μουδιάσματα στα ακροδάχτυλα, προβλήματα όρασης. Στα πιο σοβαρά συμπτώματα, που είναι και τα πιο δύσκολα, συμπεριλαμβάνονται προβλήματα μνήμης, σύγχυση και αδυναμία συγκέντρωσης, ακράτεια ούρων, δυσκολία στην ομιλία και την ισορροπία ή διάφορες άλλες κινητικές διαταραχές.
Ποια είναι η θεραπεία;
Η αντιμετώπιση της νόσου εξατομικεύεται για τον κάθε ασθενή. Αυτό σημαίνει ότι οι πάσχοντες θα πρέπει να λαμβάνουν μέρος στη λήψη αποφάσεων.
Η θεραπεία που θα εφαρμοστεί, θα πρέπει να στοχεύει στη μέγιστη μείωση των υποτροπών και της δραστηριότητας της νόσου, την ελάχιστη επίδραση στην καθημερινότητα του ασθενούς, ώστε να διατηρεί την ποιότητα ζωής του και επίσης να μην προκαλείται πρόβλημα στην κύηση και τη γονιμότητα των ασθενών.
Παλαιότερα, οι θεραπείες που χρησιμοποιούνταν αποσκοπούσαν σε ανοσοκαταστολή. Σήμερα όμως οι περισσότερες θεραπείες στοχεύουν περισσότερο στην ανοσοτροποποίηση και λιγότερο στην ανοσοκαταστολή.
Η μορφή των θεραπειών είναι οι ενέσιμες υποδόριες ή ενδομυϊκές, οι από του στόματος χορηγούμενες θεραπείες και οι θεραπείες με βιολογικούς παράγοντες μονοκλωνικών αντισωμάτων, που χορηγούνται κυρίως με ενδοφλέβιες εγχύσεις.
Σε πολλές περιπτώσεις, συνδυάζονται με συνεδρίες εξειδικευμένης φυσικής ιατρικής αποκατάστασης, ώστε να βοηθιούνται τα πάσχοντα άτομα και να προλαμβάνονται τυχόν επιπλοκές της νόσου.