ΥΓΕΙΑ

Ποια διατροφή βελτιώνει το μικροβίωμα του εντέρου μας

Όσο μεγαλύτερη είναι η ποικιλομορφία των βακτηρίων στο ανθρώπινο έντερο, τόσο το καλύτερο για την υγεία.

Ποια διατροφή βελτιώνει το μικροβίωμα του εντέρου μας

Νέα μελέτη έδειξε ότι η απώλεια βάρους είτε μέσω διαλειμματικής ή ολιγοθερμιδικής δίαιτας, μπορεί να βελτιώσει αυτή την ποικιλομορφία.

Τόσο οι άνθρωποι που ακολούθησαν επί τρεις μήνες διατροφή περιορισμένων θερμίδων, όσο και εκείνοι που ακολούθησαν διαλειμματική νηστεία, βελτίωσαν την ποικιλομορφία στο μικροβίωμα του εντέρου τους, δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Maggie Stanislawski, επίκουρη καθηγήτρια βιοϊατρικής πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.

«Δεν παρατηρήθηκε αύξηση στη μία ή στην άλλη ομάδα», πρόσθεσε.

Κάθε άτομο έχει έναν μοναδικό πληθυσμό μικροοργανισμών, συμπεριλαμβανομένων βακτηρίων, μυκήτων και ιών, στο έντερό του.

«Αυτοί οι μικροοργανισμοί είναι σημαντικοί για την υγεία μας γιατί βοηθούν στην πέψη των τροφών», λέει η Stanislawski.

«Πολλά τρόφιμα δεν μπορούμε να τα αφομοιώσουμε χωρίς τη βοήθεια αυτών των μικροοργανισμών. Βοηθούν επίσης στη μετατροπή της τροφής σε σημαντικές ουσίες όπως μεταβολίτες, οι οποίοι παίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλές διαδικασίες, από τον έλεγχο της φλεγμονής μέχρι το αίσθημα κορεσμού μετά την κατανάλωση τροφής. Όσο μεγαλύτερη είναι η ποικιλία των μικροοργανισμών που ζουν στο έντερο, τόσο πιο αποτελεσματικές είναι αυτές οι λειτουργίες» προσθέτει.

Για να εξετάσουν τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν διαφορετικές διατροφικές προσεγγίσεις στο μικροβίωμα, οι ερευνητές μελέτησαν 47 υγιείς ενήλικες 18 έως 55 ετών που ήταν είτε υπέρβαροι είτε παχύσαρκοι. Το 75% ήταν γυναίκες.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: η μία ακολουθούσε διατροφή περιορισμένων θερμίδων και η άλλη διαλειμματική νηστεία.

Τα μέλη της πρώτης ομάδας κλήθηκαν να μειώσουν την ημερήσια πρόσληψη θερμίδων στο 30% της ποσότητας που θα έτρωγαν κανονικά, προκειμένου να διατηρήσουν το βάρος τους.

Οι άλλοι έλαβαν οδηγίες να νηστεύουν τρεις μη συνεχόμενες ημέρες την εβδομάδα, καταναλώνοντας όχι πάνω από το 25% της ποσότητας τροφής που θα έτρωγαν υπό κανονικές συνθήκες. Τις μέρες που δεν νήστευαν, μπορούσαν να φάνε ό,τι ήθελαν.

Και στις δύο ομάδες προσφέρθηκε «συμπεριφορική υποστήριξη» σχεδιασμένη για τη βελτίωση της ποιότητας της διατροφής και την ενθάρρυνση της αυξημένης σωματικής δραστηριότητας.

Η μελέτη βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς θα διαρκέσει για ένα ολόκληρο έτος.

Οι ερευνητές υπολόγισαν ωστόσο, τις πρώτες επιδράσεις των δύο διατροφικών μοντέλων, με βάση μια ανάλυση της σύνθεσης του μικροβιώματος, μετά από τρεις μήνες τήρησής τους.

Διαπίστωσαν ότι η ποικιλομορφία του μικροβιώματος του εντέρου αυξήθηκε στα μέλη και των δύο ομάδων εξίσου.

«Όσον αφορά το μικροβίωμα, και οι δύο μέθοδοι θερμιδικού περιορισμού έχουν ευεργετικά αποτελέσματα», είπε η Stanislawski.

«Αν κάποιος πιστεύει ότι κάποια από τις δύο διατροφής ταιριάζει καλύτερα στον τρόπο ζωής του, είναι πιθανώς μια καλή επιλογή», πρόσθεσε.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Nutrients.