Nature: Οι τρεις παράγοντες που συμβάλλουν περισσότερο στην αύξηση του βάρους
Τα ποσοστά παχυσαρκίας έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί από το 1975 σε παγκόσμια κλίμακα.
Μεταξύ 2017 και 2022, η παχυσαρκία επηρέασε το 41,9% του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η κύρια αιτία είναι η μακροπρόθεσμη ενεργειακή ανισορροπία — η πρόσληψη περισσότερων θερμίδων από αυτές που καίει το σώμα.
Η έρευνα σχετικά με τις διατροφικές πρακτικές για την απώλεια βάρους είναι το κλειδί για τη θεραπεία της παχυσαρκίας.
Μελέτες έχουν δείξει ότι η γρήγορη κατανάλωση της τροφής, καθώς και η πρόσληψη τροφών υψηλότερης ενεργειακής πυκνότητας, δηλαδή τροφές με περισσότερες θερμίδες ανά γραμμάριο, συνδέονται με μεγαλύτερη πρόσληψη τροφής.
Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι τα πολύ γευστικά τρόφιμα, οδηγούν σε αυξημένη κατανάλωση τροφής.
Η υψηλότερη πρόσληψη πρωτεϊνών από την άλλη, έχει συνδεθεί με κορεσμό και χαμηλότερη πρόσληψη θερμίδων.
Η βαθύτερη κατανόηση βασικών χαρακτηριστικών της διατροφής, θα μπορούσε να βοηθήσει στο σχεδιασμό μιας δίαιτας για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Πρόσφατα, οι επιστήμονες εξέτασαν πώς τα χαρακτηριστικά των γευμάτων επηρεάζουν τη θερμιδική πρόσληψη σε τέσσερα διαφορετικά διατροφικά πρότυπα.
Διαπίστωσαν ότι η ενεργειακή πυκνότητα των γευμάτων, το πόσο γρήγορα καταναλώνονταν τα γεύματα και η κατανάλωση υπέρ-γευστικών τροφών επηρέασαν τη θερμιδική πρόσληψη.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που συλλέχθηκαν από 35 άτομα που συμμετείχαν σε δύο μελέτες σίτισης νοσηλευόμενων ασθενών. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας μεταξύ 18 και 50 ετών και είχαν σταθερό βάρος τους προηγούμενους 6 μήνες.
Κατά τη διάρκεια των μελετών, έτρωγαν είτε ελάχιστα επεξεργασμένες τροφές, είτε τροφές με μέτρια περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και λιπαρά που προέρχονταν από πολύ επεξεργασμένα και ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα.
Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν δύο διαφορετικές δίαιτες με εναλλασσόμενα μενού 7 ημερών για δύο εβδομάδες την καθεμία. Τους ζητήθηκε να τρώνε όσο ήθελαν από κάθε δίαιτα.
Συνολικά, οι ερευνητές είχαν πλήρη δεδομένα για 2.733 γεύματα, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής τους πυκνότητας, της περιεκτικότητάς τους σε πρωτεΐνες, της ταχύτητας κατανάλωσης του φαγητού και του ποσοστού των υπέργευστων τροφών που καταναλώθηκαν (όσες είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, νάτριο και ζάχαρη ή ήταν πλούσιες σε υδατάνθρακες ή αλάτι).
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ενεργειακή πυκνότητα, το ποσοστό των εξαιρετικά εύγευστων τροφών και ο ρυθμός κατανάλωσης, συνδέονται με αυξημένη ενεργειακή πρόσληψη σε όλες τις δίαιτες: χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, δίαιτας με μη επεξεργασμένα τρόφιμα και δίαιτας με υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα.
Διαπίστωσαν ωστόσο, ότι η υψηλότερη πρόσληψη πρωτεϊνών συσχετίστηκε με αυξημένη πρόσληψη θερμίδων μόνο σε δίαιτες με μη επεξεργασμένα και υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα με μέτρια επίπεδα υδατανθράκων και λίπους.
Διαπίστωσαν επίσης ότι η κατανάλωση πρωτεϊνών στο προηγούμενο γεύμα, συνδέθηκε με μεγαλύτερη πρόσληψη θερμίδων στα επόμενα γεύματα στις δίαιτες χαμηλών λιπαρών και υδατανθράκων, αλλά μειωμένη πρόσληψη θερμίδων κατά τη διάρκεια της δίαιτας με υπερεπεξεργασμένες τροφές.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η ενεργειακή πυκνότητα, ο ρυθμός κατανάλωσης και το ποσοστό πρωτεϊνών και ιδιαίτερα εύγευστων τροφών, αποτελούν σημαντικούς προγνωστικούς παράγοντες της ενεργειακής πρόσληψης.
Οι ερευνητές τονίζουν τη σημασία της ποικιλίας τροφών και της πρόσληψης καλών θερμίδων, δηλαδή από τροφές, όπως οι ξηροί καρποί και όχι από επεξεργασμένα τρόφιμα.
«Όταν τρώμε μη επεξεργασμένα ή λιγότερο επεξεργασμένα τρόφιμα, λαμβάνουμε πολύ περισσότερο νερό από τα τρόφιμα – σκεφτείτε τα φρούτα ή τα λαχανικά αντί για κράκερ με γεύση λαχανικών», τονίζουν.
Όταν τρώμε τρόφιμα που δεν είναι επεξεργασμένα, παίρνουμε λιγότερες θερμίδες. Είναι σημαντικό να ακολουθούμε διατροφή με προϊόντα ολικής άλεσης και κατά το δυνατόν φυτικής προέλευσης.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Nature.