Πώς η μεγάλη και η μικρή πίεση "καθορίζουν" τον καρδιαγγειακό κίνδυνο
Μία νέα επιστημονική έρευνα, με επικεφαλής την Ελληνίδα επιδημιολόγο, δρα Ελένη Ραψομανίκη, του Ινστιτούτου Ερευνών Υγείας Farr του Λονδίνου και του Τμήματος Επιδημιολογίας & Δημόσιας Υγείας του University College του Λονδίνου, καταδεικνύει για πρώτη φορά ότι η αυξημένη συστολική (μεγάλη) και η αυξημένη διαστολική (μικρή) αρτηριακή πίεση έχουν διαφορετικές καρδιαγγειακές επιπτώσεις, ανάλογα και με την ηλικία του ασθενούς.
Συγκεκριμένα, η νέα έρευνα συσχετίζει τις συνέπειες της αρτηριακής πίεσης με 12 διαφορετικές καρδιαγγειακές παθήσεις, ανάλογα με την ηλικία.
Όπως δημοσιεύεται στο διεθνούς κύρους ιατρικό περιοδικό «The Lancet», οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για 1,25 εκατ. ανθρώπους, άνω των 30 ετών για μία πενταετία.
Από αυτούς, το ένα πέμπτο περίπου έπαιρναν φάρμακα για τη μείωση της υπέρτασης.
Σε οποιαδήποτε ηλικιακή ομάδα, τον μικρότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής πάθησης είχαν άτομα με συστολική πίεση 9 έως 11,4 και διαστολική 6 έως 7.
Σύμφωνα με τα νέα ευρήματα οι άνθρωποι με την υψηλότερη συστολική πίεση κινδυνεύουν περισσότερο από αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, καθώς και από σταθερή στηθάγχη, ενώ αυτοί με συστηματικά υψηλότερη διαστολική πίεση κινδυνεύουν πιο πολύ από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής της καρδιάς.
«Τα ευρήματά μας δεν επιβεβαιώνουν την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι τόσο η συστολική, όσο και η διαστολική πίεση έχουν παρόμοιες επιπτώσεις για όλες τις καρδιαγγειακές παθήσεις και σε όλες τις ηλικίες», δήλωσε η Ραψομανίκη.
Για παράδειγμα, ένας 30χρονος με υπέρταση (συστολική πίεση άνω του 14 και διαστολική άνω του 9) έχει κίνδυνο 63% να εμφανίσει κάποια καρδιαγγειακή πάθηση στη ζωή του, έναντι πιθανότητας 46% ενός ατόμου με φυσιολογική πίεση, ενώ αναπτύσσει κάποια καρδιαγγειακή πάθηση πέντε χρόνια νωρίτερα από κάποιον με κανονική πίεση.
Τα νέα ευρήματα πρόκειται να παρουσιαστούν στο διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Εταιρείας Υπέρτασης, που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα στις 13-16 Ιουνίου.