Οστεοποίηση ισχίου: Μια μεταμόρφωση με δραματικές συνέπειες
Μια από τις σοβαρές επιπλοκές του εγκεφαλικού τραύματος, που παραμένει εν πολλοίς ανερμήνευτη βιολογικά, είναι η ανάπτυξη έκτοπης οστεοποίησης ή αλλιώς ανάπτυξη οστού μέσα στις μυϊκές στοιβάδες πέριξ της αρθρώσεως του ισχίου.
Ο βιολογικός μηχανισμός πίσω από την ανάπτυξη αυτού του οστού δεν είναι γνωστός, πιθανολογείται όμως ότι κάποιοι αυξητικοί παράγοντες (growth factors), οι οποίοι έχουν σχέση με το νευρικό σύστημα, κινητοποιούνται μετά τον εγκεφαλικό τραυματισμό, κυκλοφορούν στην περιφέρεια και για κάποιο λόγο “ξυπνούν” οστεογενετικά δορυφορικά κύτταρα (satellite muscle cells) που βρίσκονται πέριξ της άρθρωσης του ισχίου, άλλα και κύτταρα άλλων αρθρώσεων, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται ο μυς σε κόκκαλο.
Η εντυπωσιακή αυτή μεταμόρφωση ακολουθεί όλη τη διαδικασία της ενδοχόνδρινης οστεοποίησης, δηλαδή για κάποιο χρονικό διάστημα το έκτοπο οστό είναι ανώριμο -κάτι μεταξύ χόνδρου και οστού- ενώ αργότερα, μετά το χρόνο, ωριμάζει σε πλήρες φλοιώδες και σπογγώδες οστό.
Οι κλινικές συνέπειες της έκτοπης οστεοποίησης είναι δραματικές για δύο λόγους: πρώτον γιατί υποκαθίσταται ο μυς από οστό και δεύτερον γιατί προκαλείται αγκύλωση των αρθρώσεων, με τελική καταστροφή αυτών.
Η θεραπεία της έκτοπης οστεοποίησης γύρω από την άρθρωση του ισχίου είναι πολύ δύσκολη. Προϋποθέτει σημαντική χειρουργική εμπειρία της περιοχής και σχεδιασμό ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή του ισχιακού νεύρου, το οποίο είναι συνήθως πολύ κοντά στο έκτοπο οστό, αλλά και η πλήρης καταστροφή του συστήματος των απαγωγών μυών και των γλουτιαίων, ώστε μετά την αφαίρεση του οστού να υπάρξει λειτουργικότητα στο άκρο.
Ο χειρουργός πρέπει να γνωρίζει ότι ο οστεοποιημένος μυς είναι τόσο σκληρός όσο το πραγματικό οστό και η αφαίρεσή του γίνεται με εργώδη τρόπο, συνήθως χρησιμοποιώντας οστεοτόμους. Επίσης, πρέπει κανείς να αναμένει σημαντική απώλεια αίματος και πιθανή μετάγγιση. Τέλος από την εμπειρία μας μπορούμε να συμβουλεύσουμε τη διεγχειρητική νευροδιέγερση του ισχιακού νεύρου ώστε αυτό να αποκαλυφθεί και να προστατευθεί.
Μετά το τέλος της αφαίρεσης του έκτοπου οστού και εντός 24 ωρών ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί σε μία άπαξ μεγάλη δόση ακτινοβολίας στην περιοχή, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα επαναδημιουργίας οστού, ενώ συστήνεται και η λήψη αντιφλεγμονωδών από το στόμα για τουλάχιστον 6 βδομάδες, τα οποία ως γνωστόν αναστέλλουν την οστεογένεση.
Επίσης, ο χειρουργός πρέπει να γνωρίζει ότι η ακτινοβολία μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην επούλωση του τραύματος, που σημαίνει καθυστέρηση ή ακόμα και επιμόλυνσή του. Συστήνεται επίσης η οπίσθια προσπέλαση του ισχίου που είναι συμβατή με την αναζήτηση και την προστασία του ισχιακού νεύρου, αλλά και την αποκάλυψη της μεγαλύτερης μάζας της έκτοπης οστεοποίησης, που συνήθως αφορά το μικρό και το μεσαίο γλουτιαίο μυ, αλλά πολλές φορές βρίσκεται και στην περιοχή του ελάσσονα τροχαντήρα και των έξω στροφέων.
Ελευθέριος Τσιρίδης MD, MSc (Orth)(London), DMed, PhD, FRCS
Αναπληρωτής Καθηγητής Ορθοπεδικής Χειρουργικής του ΑΠΘ – Γ΄ Πανεπιστημιακή Ορθοπεδική Κλινική του Νοσοκομείου «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ» Θεσσαλονίκης
Γενικός Γραμματέας της Ευρωπαϊκής Ορθοπεδικής Εταιρίας Ισχίου