ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Ένας στους τρεις βγαίνει από την εντατική με κατάθλιψη

Κατάθλιψη εμφανίζει σχεδόν το ένα τρίτο των ασθενών που εισάγονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας και επιζούν, σύμφωνα με μία νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα, που δημοσιεύεται στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet».
Ένας στους τρεις βγαίνει από την εντατική με κατάθλιψη

Κατάθλιψη εμφανίζει σχεδόν το ένα τρίτο των ασθενών που εισάγονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας και επιζούν, σύμφωνα με μία νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα, που δημοσιεύεται στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet».

Συγκεκριμένα, οι επιζώντες από την εντατική έχουν τριπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν κατάθλιψη σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό, ενώ η κατάθλιψη είναι τέσσερις φορές πιο συχνή από ό,τι το μετατραυματικό στρες σε όσους βίωσαν την κρίσιμη εμπειρία της εντατικής.

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον ψυχολόγο και επίκουρο καθηγητή ιατρικής Τζέημς Τζάκσον του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ, μελέτησαν τις περιπτώσεις 821 ασθενών σε κρίσιμη κατάσταση, που είχαν εισαχθεί σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Από αυτούς, οι 448 ζούσαν μετά από τρεις μήνες και οι 382 μετά από 12 μήνες.

Όπως διαπίστωσαν, τρεις μήνες μετά την εντατική, οι 149 ασθενείς (ποσοστό 37%) εμφάνιζαν ήπια ή πιο σοβαρή κατάθλιψη, κυρίως με τη μορφή ψυχοσωματικών συμπτωμάτων (αδυναμία, έλλειψη όρεξης, κόπωση κ.α.) παρά καθαρά ψυχολογικών. Το ένα τρίτο από αυτούς συνέχιζαν να έχουν κατάθλιψη μετά από ένα έτος.

Αν και τα συμπτώματα κατάθλιψης είναι πιθανότερο να εμφανιστούν στην εντατική -και μετά από αυτήν- σε άτομα με προϋπάρχουσα κατάθλιψη, εμφανίζονται επίσης συχνότατα σε ανθρώπους χωρίς ιστορικό ψυχικής διαταραχής. Αυτοί οι ασθενείς χωρίς προϊστορία κατάθλιψης εμφάνιζαν συμπτώματα μετατραυματικού στρες σε ποσοστό μόνο 7%, αλλά κατάθλιψη σε ποσοστό περίπου 30% ένα έτος μετά την εντατική.

Τέλος, η έρευνα διαπίστωσε ότι οι επιζώντες, τρεις μήνες μετά τη θεραπεία τους στην εντατική, εμφάνιζαν σε ποσοστό 32% (και 27% μετά από ένα έτος) σοβαρά προβλήματα κινητικότητας και αυτοεξυπηρέτησης (αδυναμία να φάνε μόνοι τους, να κάνουν μπάνιο, να ντυθούν κλπ). Όσον αφορά τις καθημερινές δραστηριότητες (διαχείριση χρημάτων, ψώνια, τήρηση φαρμακευτικής συνταγογράφησης κ.α.), τα αντίστοιχα ποσοστά αδυναμίας ήταν 26% μετά τους τρεις μήνες και 23% μετά τους 12 μήνες.