Ο ρόλος των εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης στην αντιμετώπιση οξέων αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων
Γράφει ο Σπέγγος Κωνσταντίνος, Νευρολόγος, Διευθυντής Β’ Νευρολογικής Κλινικής ΥΓΕΙΑ
Η έκβαση ασθενών με οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, εξαρτάται αφενός από την ταχύτερη δυνατή αναγνώριση των συμπτωμάτων και τη μεταφορά τους στο νοσοκομείο και αφετέρου την εντός νοσοκομείου άμεση διερεύνηση τους, με σκοπό την επιβεβαίωση της ύπαρξης ισχαιμίας του εγκεφαλικού ιστού και την αναγνώριση του αιτίου που την προκαλεί.
Και στα δύο αυτά στάδια, ο χρόνος αποτελεί τον πλέον καθοριστικό προγνωστικό παράγοντα γιατί σε κάθε λεπτό που ο εγκέφαλος παραμένει χωρίς αιματική παροχή σχεδόν 2 εκατομμύρια κύτταρα νεκρώνουν.
Η θρομβόλυση και η μηχανική θρομβεκτομή, αποτελούν τις θεραπευτικές επιλογές που έχουν θεαματικά βελτιώσει την πορεία της νόσου τα τελευταία χρόνια. Αναφορικά με την ασφάλεια της ενδοφλέβιας χορήγησης θρομβολυτικών φαρμάκων, υπάρχει ένα χρονικό παράθυρο 4,5 ωρών από την εγκατάσταση των συμπτωμάτων εγκεφαλικού επεισοδίου μέχρι την έναρξη χορήγησής τους. Το αντίστοιχο χρονικό διάστημα για τη διενέργεια μηχανικής θρομβεκτομής φτάνει τις 6 ώρες, με την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως επιβεβαιωθεί απεικονιστικά η απόφραξη μείζονος αρτηριακού κλάδου του εγκεφάλου. Τα αυστηρά αυτά χρονικά όρια περιορίζουν σημαντικά τον αριθμό των ασθενών που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις ανωτέρω θεραπείες. Υπάρχουν όμως πολλές οριακές περιπτώσεις, όπως όταν τα συμπτώματα διαπιστώνονται κατά την αφύπνιση των ασθενών από το νυχτερινό τους ύπνο ή όταν δεν είναι οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους σε θέση να μας πληροφορήσουν για την ακριβή ώρα εκδήλωσης του επεισοδίου. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις ασθενών που λόγω της κατασκευής των αγγείων τους, έχουν καλή παράπλευρη κυκλοφορία και ως εκ τούτου παρουσιάζουν ακόμη και μετά από περισσότερες των 12 ωρών εγκεφαλικό ιστό που δεν έχει καταστραφεί και μπορεί να διασωθεί εφόσον με την κατάλληλη θεραπεία αποκατασταθεί άμεσα η αιμάτωσή του.
Σε τέτοιες λοιπόν περιπτώσεις που ο απλός απεικονιστικός έλεγχος δεν είναι επαρκής, η εμπειρία του ιατρού παίζει σημαντικό ρόλο και ο χρόνος πιέζει δραματικά, ακριβώς εκεί η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να λύσει το γόρδιο δεσμό.
Τα καίρια ερωτήματα που εγείρονται τις πρώτες ώρες από την εγκατάσταση εγκεφαλικού επεισοδίου είναι αν υπάρχει οξεία ισχαιμία και ποια είναι ακριβώς η έκτασή της. Αντίστοιχα σημαντική είναι και η απάντηση στο ερώτημα εάν υπάρχει ακόμη βιώσιμος εγκεφαλικός ιστός, γνωστός και ως penumbra ή λυκοφωτική ζώνη, γεγονός που σημαίνει ότι η θεραπευτική παρέμβαση έχει νόημα ακόμη και μετά την πάροδο των 4,5 και 6 ωρών, καθώς και σε περιπτώσεις άγνωστου χρόνου εγκατάστασης της ισχαιμίας. Τέλος, η επιβεβαίωση της παρουσίας θρόμβου που προκαλεί απόφραξη μεγάλης εγκεφαλικής αρτηρίας επιτρέπει την άμεση κινητοποίηση της ομάδας μηχανικής θρομβεκτομής.
Σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα δίνουν πλέον απάντηση σύγχρονες εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης. Ένα από τα διεθνώς πιο διαδεδομένα τέτοια λογισμικά συστήματα είναι το Brainomix 360 https://www.brainomix.com/stroke/, το οποίο πρόσφατα εγκαταστάθηκε στο Τμήμα Αξονικής και Μαγνητικής Τομογραφίας του ΥΓΕΙΑ. Αξιοποιώντας τα δεδομένα μιας συμβατικής αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου με ενδοφλέβια χορήγηση σκιαγραφικού, το Brainomix 360 παρέχει εντός 3 μόλις λεπτών στον κλινικό ιατρό πολύτιμες πληροφορίες. Απεικονίζοντας με μεγάλη ακρίβεια τόσο την περιοχή του ισχαιμικού εμφράκτου όσο και της penumbra και ανιχνεύοντας αξιόπιστα την ύπαρξη θρόμβου που εμποδίζει την αιμάτωση του εγκεφάλου, αποτελεί εξαιρετικό εργαλείο στα χέρια του γιατρού που καλείται να πάρει άμεσα αποφάσεις για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση ασθενών με οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Με τον τρόπο αυτό, είναι σίγουρο ότι θα αυξηθεί ο αριθμός των ασθενών που θα αντιμετωπιστούν με τη χορήγηση ενδοφλέβιας θρομβόλυσης ή τη με τη διενέργεια μηχανικής θρομβεκτομής ακόμη κι εκτός των γνωστών χρονικών παραθύρων. Ίσως όμως πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης θα πετύχουμε την σωστή επιλογή της κατάλληλης θεραπείας για τον κατάλληλο ασθενή. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλίσουμε όχι μόνο μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην προσπάθεια περιορισμού της οξείας ισχαιμικής βλάβης του εγκεφάλου.