ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Η εξέταση που εντοπίζει με ακρίβεια 91% τη νόσο Αλτσχάιμερ

Σινάνη Αικατερίνη

Μία νέα εξέταση που μετρά τα επίπεδα βασικών πρωτεϊνών στο αίμα, βρέθηκε ότι είναι πολύ πιο ακριβής από τις εκτιμήσεις των γιατρών, όσον αφορά τη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ σε άτομα που βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο της νόσου.

Η εξέταση που εντοπίζει με ακρίβεια 91% τη νόσο Αλτσχάιμερ

Η εξέταση ονομάζεται APS2 (amyloid probability score 2) και ήταν σε ποσοστό 91% ακριβής στη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ σε άτομα με ήπια γνωστική εξασθένηση ή πρώιμη άνοια, σε σύγκριση με το ποσοστό 61% των γιατρών πρωτοβάθμιας περίθαλψης που εξέτασαν τους ίδιους ασθενείς.

Το τεστ δεν έχει εγκριθεί ακόμη για ευρεία χρήση αλλά η Δρ. Teresa D'Amato, διευθύντρια του τμήματος γηριατρικής επείγουσας ιατρικής στο Northwell Health στο Forest Hills της Νέας Υόρκης, χαρακτήρισε τα νέα δεδομένα «συναρπαστικά».

«Αυτή η εξέταση αίματος θα ήταν εξαιρετική ως πρώτη διαγνωστική προσέγγιση, καθώς φαίνεται να είναι αρκετά ακριβής», δήλωσε η D'Amato, η οποία δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη.

Μια εξέταση αίματος που θα προέβλεπε με ακρίβεια τη νόσο Αλτσχάιμερ, θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα, σύμφωνα με ομάδα ειδικών σε θέματα άνοιας που υπογράφει το συνοδευτικό άρθρο της έρευνας.

«Η διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ αποτελεί πρόκληση, ιδίως στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Μια αξιόπιστη εξέταση αίματος είναι απαραίτητη για να βοηθήσει τους γιατρούς της πρωτοβάθμιας περίθαλψης να κάνουν έγκαιρη και ακριβή διάγνωση», ανέφεραν οι συντάκτες του άρθρου.

Το νέο τεστ αναπτύχθηκε από ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Δρα Sebastian Palmquist από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Skane και το Πανεπιστήμιο Lund στο Μάλμε της Σουηδίας.

Η χρήση φαρμάκων που επιβραδύνουν τη νόσο Αλτσχάιμερ στα πρώτα στάδια, έχει κάνει πιο επιτακτική την αναζήτηση ενός ευκολότερου και ακριβέστερου διαγνωστικού τεστ.

«Καθίσταται πραγματικά σημαντικό να διαγνωστεί η νόσος Αλτσχάιμερ πολύ νωρίς, ώστε αυτοί οι άνθρωποι να είναι επιλέξιμοι για πιθανή θεραπεία», δήλωσε ο D'Amato.

Το νέο τεστ βασίζεται στα σχετικά επίπεδα στο αίμα δύο τύπων πρωτεϊνών, η συσσώρευση των οποίων στον εγκέφαλο αποτελεί εδώ και καιρό χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου Αλτσχάιμερ: Των πρωτεϊνών Ταυ και των πλακών β-αμυλοειδούς.

Στη μελέτη συμμετείχαν 1.213 ασθενείς που αντιμετώπιζαν γνωστικά προβλήματα και αξιολογήθηκαν είτε με τυπική εξέταση από γιατρό πρωτοβάθμιας περίθαλψης, είτε με τη χρήση του τεστ APS2.

Ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών ήταν περίπου 74 ετών. Συνολικά, το 23% εξ αυτών είχαν «υποκειμενική γνωστική έκπτωση», το 44% είχαν «ήπια γνωστική διαταραχή» και το 33% είχαν ήδη διαγνωστεί με άνοια.

Οι ασθενείς αξιολογήθηκαν από γιατρούς πρωτοβάθμιας περίθαλψης οι οποίοι βασίστηκαν σε διεθνώς αναγνωρισμένα κριτήρια, καθώς και σε αξονικές τομογραφίες και γνωστικά τεστ.

Οι ασθενείς έκαναν επίσης την εξέταση αίματος APS2.

Τα αποτελέσματα από καθεμία από αυτές τις μεθόδους συγκρίθηκαν με τα «χρυσά πρότυπα» τεστ για τη νόσο Αλτσχάιμερ (εξετάσεις εγκεφαλονωτιαίου υγρού και σάρωση ΡΕΤ -τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων- που αναζητούν αμυλοειδές και tau στον εγκέφαλο).

Σύμφωνα με την ομάδα του Palmquist, η ASPS2 αποδείχθηκε 91% ακριβής στον εντοπισμό της νόσου Αλτσχάιμερ στους ασθενείς, σε σύγκριση με το 61% της ακρίβειας των γιατρών πρωτοβάθμιας περίθαλψης.

Η εξέταση αίματος νίκησε ακόμη και τους ειδικούς σε θέματα άνοιας: Αυτοί ήταν κατά 73% ακριβείς στις διαγνώσεις τους.

Από τις δύο πρωτεΐνες που μετρούσε το τεστ, η tau φάνηκε να είναι μακράν η πιο σημαντική. Στην πραγματικότητα, μόνο η εξέταση της πρωτεΐνης tau παρήγαγε εξίσου υψηλή ακρίβεια (90%) στη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ.

«Η μελέτη αυτή καθιστά πειστική την υπόθεση οι εξαιρετικά ευαίσθητες μετρήσεις αίματος για τη νόσο Αλτσχάιμερ να μπορούν να ενσωματωθούν στη διαδικασία λήψης κλινικών αποφάσεων, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης», έγραψαν.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι μια εξέταση αίματος δεν θα είναι ποτέ το μοναδικό μέσο διάγνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ σε πρώιμο στάδιο της ανάπτυξής της.

Αυτό συμβαίνει επειδή η νόσος Αλτσχάιμερ μπορεί να χρειαστεί χρόνια για να αναπτυχθεί στον εγκέφαλο και τα συμπτώματα που μοιάζουν με πρώιμη νόσο Αλτσχάιμερ μπορεί επίσης να οφείλονται σε άλλες καταστάσεις.

«Η λανθασμένη ερμηνεία ενός θετικού βιοδείκτη για τη νόσο Αλτσχάιμερ θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποδιάγνωση σχετικά κοινών παθήσεων που δεν σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ», εξήγησαν οι συγγραφείς της μελέτης.

Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of the American Medical Association.