Σακχαρώδης Διαβήτης & χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, νεώτερα δεδομένα στην πρόληψη και αντιμετώπιση της
Γράφει o Γεράσιμος Καρούσος MRCP (London), Διευθυντής Παθολογικής Κλινικής και Διαβητολογικού Ιατρείου, Ιατρικό Αθηνών, Κλινική Ψυχικού www.dr-karousos.gr
Η Διαβητική Νεφρική Νόσος είναι μια δυνητικά σοβαρή επιπλοκή των ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1 και Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2. Περίπου το 20-40% των ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη αναπτύσσουν νεφρική νόσο. Μάλιστα, η Διαβητική Νεφρική Νόσος αποτελεί τη συχνότερη αιτία νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου σε παγκόσμιο επίπεδο με περίπου 1 στους 5 ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση να πάσχουν από Διαβητική Νεφρική Νόσο.
Οι νεφροί λειτουργούν ως «φίλτρο» μέσω του οποίου απομακρύνουν τα άχρηστα προϊόντα από το αίμα και αποβάλλονται με τα ούρα. Σε ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη που δεν είναι καλά ρυθμισμένοι, τα νεφρά προοδευτικά καταστρέφονται με αποτέλεσμα να αποβάλλονται μεγάλες ποσότητες πρωτεΐνης από το αίμα στα ούρα που ονομάζεται αλβουμίνη.
Η παγκόσμια μελέτη DEMAND έδειξε ότι 1/3 διαβητικούς τύπου 2 έχει μίκρο ή μακροαλβουμινουρία, δηλαδή αποβολή αλβουμίνης στα ούρα σε μη φυσιολογικά αυξημένα επίπεδα και η ανάλυση δεδομένων από το 2007-2012 (NHANES) αποκάλυψε ότι 1/10 διαβητικούς τύπου 2 έχουν επιβαρυμένη νεφρική λειτουργία (eGFR<60) . Λόγω των ανωτέρω το Εθνικό Ινστιτούτο NICE της Αγγλίας (National Institute of Clinical Excellence) διαμορφώνει τις κατευθυντήριες οδηγίες του προτείνοντας στην πρώτη γραμμή φαρμακευτικής αγωγής την προσθήκη μιας νέας κατηγορία φαρμάκων, τους αναστολείς συμμεταφορέων νατρίου-γλυκόζης (SGLT2i) σε όλους τους ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και μικροαλβουμινουρία.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες της Διεθνούς ένωσης για την βελτίωση της νεφρικής λειτουργίας, KDIGO (Kidney Disease Improving Global Outcomes) για ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, όπου ως θεραπεία πρώτης γραμμής προκρίνεται ο συνδυασμός μετφορμίνης και SGLT2i, αρκεί η κάθαρση κρεατινίνης να είναι μεγαλύτερη από ένα συγκεκριμένο όριο (eGFR>30 ml/min/1.73 m2 ). Ειδικά για τη νταπαγλιφλοζίνη το όριο αυτό είναι ακόμα πιο χαμηλό (eGFR>25 ml/min/1.73 m2), γεγονός που καθιστά το φάρμακο αυτό ιδιαίτερα ασφαλή επιλογή και σε ασθενείς με αρκετά σοβαρή νεφρική νόσο.
Για τη νταπαγλιφλοζίνη μάλιστα, υπάρχει πλέον ισχυρή ιατρική τεκμηρίωση που δείχνει πως έχει ένδειξη στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ανεξάρτητα από την παρουσία ή όχι Σακχαρώδους Διαβήτη (N Engl J Med 2020; 383:1436-1446).
Καταλήγοντας, οι αναστολείς συμμεταφορέων νατρίου γλυκόζης SGLT2i αποτελούν ένα εξαιρετικό όπλο στη φαρέτρα του σύγχρονου Διαβητολόγου για την αντιμετώπιση του Σακχαρώδους Διαβήτη, όπως και για την αντιμετώπιση ή ακόμα και πρόληψη της Νεφρικής Νόσου. Στην ίδια κατηγορία φαρμάκων αποδίδονται πλέον και νέες θεραπευτικές ενδείξεις που αφορούν την καρδιακή ανεπάρκεια και μελετώνται πλειοτροπικές δράσεις τους στην μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα (λιπώδες ήπαρ), στην υπερουριχαιμία (αυξημένο ουρικό οξύ), στην υπερκαλιαιμία, που αποκαλύπτουν την αλληλεπίδραση των μορίων αυτών και με άλλα όργανα στόχους.