Έρευνα ΑΠΘ: Οι Έλληνες τρώνε το κρέας καμένο
Η προτίμηση των Ελλήνων στα καμένα κρέατα αποδεικνύεται αποτρεπτική για τυχόν τροφιμογενείς λοιμώξεις, αλλά απαράδεκτη από πλευράς γαστρονομίας, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας και Υγιεινής Τροφίμων στον Τομέα Επιστήμης & Τεχνολογίας Τροφίμων του Tμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ, Κώστας Κουτσουμανής, ο οποίος πρόσφατα ανέλαβε πρόεδρος της Επιτροπής Βιολογικών Κινδύνων (BIOHAZ Panel) της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφάλειας των Τροφίμων (EFSA).
«Στην Ελλάδα μας σώζει ότι τρώμε το φαγητό μας σχεδόν καμένο και έτσι, η πολύ καλή θερμική επεξεργασία λύνει όλα τα προβλήματα. Την μπριζόλα μας δηλαδή την... καίμε, σε αντίθεση με άλλες χώρες που την προτιμούν σχεδόν ωμή, με αίμα», διευκρινίζει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κουτσουμανής, με αφορμή την ανάληψη της προεδρίας της Επιτροπής Βιολογικών Κινδύνων.
Αναφερόμενος γενικότερα στην ασφάλεια τροφίμων, ξεκαθαρίζει ότι η επικινδυνότητα έχει να κάνει με τις συνθήκες που το τρόφιμο έχει παραχθεί, διακινηθεί και συντηρηθεί, περιλαμβανομένης της συντήρησης που κάνει ο καταναλωτής στο σπίτι του και της προετοιμασίας.
«Πολύ μεγάλο ποσοστό των προβλημάτων εντοπίζονται μέσα στην κουζίνα του καταναλωτή και αυτό είναι που χρήζει μεγαλύτερης βελτίωσης· όχι ότι δεν έχει φυσικά ευθύνη και η βιομηχανία τροφίμων. Όμως, έχουμε διαπιστώσει ότι πολλά προβλήματα ξεκινούν από τη στιγμή που ο καταναλωτής ψωνίζει τρόφιμα από το σούπερ μάρκετ μέχρι τη στιγμή που τα καταναλώνει. Για παράδειγμα, μετά τα ψώνια, μπορεί να πάει για καφέ και να αφήσει εκτός ψυγείου τα τρόφιμα», λέει.
Βασικό θέμα αποτελεί για τον καθηγητή και η θερμοκρασία των οικιακών ψυγείων, αφού από σχετικές έρευνες που έχουν γίνει στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας και ελέχθησαν από φοιτητές περισσότερα από 1.000 ψυγεία, προέκυψε ότι η θερμοκρασία τους δεν ήταν σε καλό επίπεδο.
«Δηλαδή, ενώ θα έπρεπε να είναι στους 4 βαθμούς και χαμηλότερα, είναι κατά μέσο όρο 7 με 8 βαθμούς και έτσι το ψυγείο δεν έχει ικανοποιητική ψύξη», εξηγεί ο κ. Κουτσουμανής.
Προσοχή στην κοπή του κοτόπουλου
Άλλο σημαντικό ζήτημα που παρατηρείται στις οικιακές κουζίνες, είναι η διαχείριση των ζωϊκών προϊόντων και κυρίως η διασταυρούμενη επιμόλυνση. «Παίρνουμε ένα ζωϊκό προϊόν, που έχει μεγάλες πιθανότητες να είναι επιμολυσμένο με ένα παθογόνο, όπως το κοτόπουλο, το κόβουμε, το μαγειρεύουμε αλλά στην επιφάνεια που το τεμαχίσαμε, κόβουμε και μια σαλάτα που δεν την μαγειρεύουμε. Αυτό λέγεται διασταυρούμενη επιμόλυνση και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, ιδιαίτερα αν έχουμε στο σπίτι μας άτομα που ανήκουν στις λεγόμενες ομάδες υψηλού κινδύνου (ηλικιωμένοι, παιδιά, εγκυμονούσες, άτομα σε ανοσοκαταστολή)».
Συμβουλεύει δε, ειδικά με το πλύσιμο του κοτόπουλου, «που δεν κάνει τίποτα βέβαια όσον αφορά τα παθογόνα», να γίνεται με εξαιρετική προσοχή γιατί στις σταγόνες που πιτσιλάνε μπορεί να υπάρχουν κάποια παθογόνα και να γίνει διασπορά τους σε όλη την κουζίνα.
Για τα λαχανικά, που έχουν και αυτά πολλά παθογόνα, ο κ. Κουτσουμανής συνιστά ξύδι καθώς είναι δραστικά αντιμικροβιακό και απολυμαίνει ακόμη και τα σφουγγάρια κουζίνας, όπου έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να «κρύβουν» μέχρι και 40 δισ. κολοβακτηρίδια!
«Δεν σημαίνει βέβαια ότι όλα είναι παθογόνα αλλά επειδή ακριβώς είναι κοπρανώδης μόλυνση, έχουν μεγάλη πιθανότητα να έχουν και κάποιο παθογόνο» σημειώνει, προτείνοντας να βάζουμε τα σφουγγάρια στο ξύδι ή στο φούρνο μικροκυμάτων.
Για τον κ. Κουτσουμανή, εξαιρετικά σημαντική είναι η εκπαίδευση του καταναλωτή και σε αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να γίνουν ενημερώσεις στα σχολεία όπου δίνονται γεύματα αλλά και στους παιδικούς σταθμούς.
Ελλιπές σύστημα καταγραφής τροφιμογενών λοιμώξεων
Σύμφωνα με τον καθηγητή, στην Ελλάδα υπάρχει «ένα ελλιπές σύστημα καταγραφής των τροφιμογενών λοιμώξεων, σε αντίθεση με άλλες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
«Τα σχετικά δεδομένα που δημοσιοποιούμε κάθε χρόνο δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση, ότι έχουμε δηλαδή το μικρότερο πρόβλημα σε όλη την Ευρώπη. Δηλαδή, αν πάει κάποιος στο νοσοκομείο με μια γαστρεντερίτιδα, που έχει προέλθει από μια τροφιμογενή λοίμωξη, ενώ στο εξωτερικό εκτός από τη θεραπεία του θα έρθει και ένα επιδημιολόγος για να τον ρωτήσει τι έφαγε και από πού, στην Ελλάδα αυτό το κομμάτι δεν υπάρχει».
Γενικότερα, ωστόσο, ο κ. Κουτσουμανής υπογραμμίζει ότι «η ασφάλεια των τροφίμων είναι σε πολύ καλό επίπεδο σε σχέση με 15-20 χρόνια πριν, αλλά επειδή έχουν βελτιωθεί οι τεχνολογίες όσον αφορά τον εντοπισμό των προβλημάτων, διαπιστώνονται και περισσότερα προβλήματα σε σχέση με το παρελθόν».
Όσον αφορά την ανάληψη της προεδρίας της Επιτροπής Βιολογικών Κινδύνων της EFSA, που παρέχει επιστημονικές συμβουλές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τη μικροβιολογική ασφάλεια των τροφίμων, διευκρινίζει ότι στόχος του είναι «η βελτίωση κατ' αρχάς της ποιότητας του επιστημονικού έργου και επιπλέον, η αύξηση της διαφάνειας των γνωμοδοτήσεων που είναι ανοιχτές και στους καταναλωτές».
Σημειώνεται ότι μέλη της Επιτροπής Βιολογικών Κινδύνων είναι επιστήμονες από ευρωπαϊκές χώρες, με εξειδίκευση στην επιδημιολογία τροφιμογενών ζωονόσων (σαλμονέλα, καμπυλοβακτήρια κ.ά.), στη μικροβιακή αντοχή, τη μεταποίηση ζωικών υποπροϊόντων, τους τροφιμογενείς ιούς, την επιθεώρηση κρεάτων σε όλα τα είδη που εκτρέφονται για την παραγωγή τροφίμων, την υγιεινή των τροφίμων και τη μικροβιολογία, τα μικροβιολογικά κριτήρια, τους βιολογικούς κινδύνους που συνδέονται με σύνθετα και νωπά προϊόντα, την απολύμανση σφαγίων κρέατος (αντιμικροβιακές θεραπείες), την ποσοτική εκτίμηση της μικροβιολογικής επικινδυνότητας, την επιδημιολογία, παθολογία, διάγνωση και εκτίμηση της έκθεσης των ΜΣΕ (Μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες).
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)