ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΤτΕ: Η κρίση έφερε κατάθλιψη και άνοδο της παιδικής θνησιμότητας

Κατάθλιψη, ραγδαία άνοδο των χρόνιων παθήσεων και αύξηση της παιδικής θνησιμότητας έφερε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ευρήματα της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία παρουσιάζει στη νέα έκθεσή της.

ΤτΕ: Η κρίση έφερε κατάθλιψη και άνοδο της παιδικής θνησιμότητας

Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, η εργασιακή ανασφάλεια και συρρίκνωση των εισοδημάτων, επιδείνωσε την υγεία των Ελλήνων πολιτών, όπως αναφέρει η ΤτΕ, η οποία κάνει λόγο για υποβάθµιση του επιπέδου υγείας του πληθυσµού.

Σύμφωνα με την έκθεση, πρόσφατες µελέτες υποστηρίζουν ότι τα πρώτα χρόνια της οικονοµικής κρίσης µειώθηκε το ποσοστό του πληθυσµού που δηλώνει «καλή» ή «πολύ καλή» αυτοαξιολογούµενη υγεία από 71% το 2006 σε 68,8% το 2011.18 Σύµφωνα όµως µε νεότερα στοιχεία (ΕΛΣΤΑΤ 2015), το ποσοστό του πληθυσµού που δηλώνει «καλή» ή «πολύ καλή» υγεία έχει παραµείνει σταθερό µεταξύ 2009 και 2014. Ωστόσο, στην ίδια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφεται σηµαντική αύξηση (κατά 24,2%) στον πληθυσµό ηλικίας 15 ετών και άνω που δηλώνει ότι πάσχει από κάποιο χρόνιο πρόβληµα υγείας ή χρόνια πάθηση.

Τι αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος

Την περίοδο της οικονοµικής κρίσης το ΑΕΠ εµφάνισε σωρευτική υποχώρηση περίπου κατά 26%, ο αριθµός των απασχολουµένων µειώθηκε περίπου κατά 1 εκατοµµύριο άτοµα, ενώ η ανεργία από 7,8% το 2008 εκτοξεύθηκε σε 27,5% το 2013, στη συνέχεια υποχώρησε σε 26.5% το 2014 και 24,9% το 2015. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε αύξηση του ποσοστού του πληθυσµού που αντιµετωπίζει κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισµού.

Σύµφωνα µε τον ΟΟΣΑ (OECD 2016), ο δείκτης κινδύνου σχετικής φτώχειας αυξήθηκε από 12,2% το 2009 σε 16,6% το 2013, ενώ για πρώτη φορά µειώθηκε σε 15,8% το 2014.

Ενδιαφέρον είναι το εύρηµα µελέτης του ΟΟΣΑ, σύµφωνα µε το οποίο τα τελευταία χρόνια ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισµού ενισχύθηκε κυρίως για τα παιδιά, ενώ παρατηρήθηκε ελαφρά υποχώρηση του αντίστοιχου κινδύνου για την τρίτη ηλικία. Το εύρηµα αυτό, σε συνδυασµό µε την πολύ υψηλή ανεργία µεταξύ των νέων (περίπου 50%), ενισχύει το ενδεχόµενο η ύφεση να έχει µακροπρόθεσµες αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο ανθρώπινο κεφάλαιο όσο και στην ευηµερία των νέων γενεών.

Σύµφωνα µε τη διεθνή βιβλιογραφία, η οικονοµική κρίση, η συσσώρευση χρεών και η υψηλή και αυξανόµενη ανεργία είναι δυνατόν να έχουν σηµαντικές επιπτώσεις στη σωµατική και ψυχική υγεία των πολιτών.

Η επίδραση στο γενικό επίπεδο υγείας του πληθυσµού µπορεί να επέλθει είτε µέσω χαµηλότερου ατοµικού εισοδήµατος, είτε µέσω µικρότερων δηµόσιων δαπανών στον τοµέα της υγείας. ∆ηλαδή αφενός µεν η µείωση του ατοµικού εισοδήµατος και η ανεργία οδηγούν σε µεγαλύτερη νοσηρότητα και µικρότερη χρήση των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, αφετέρου δε ο περιορισµός των δηµόσιων δαπανών περιορίζει την προσφερόµενη ποσότητα και υποβαθµίζει την ποιότητα των δηµόσιων υπηρεσιών υγείας.

Τελικώς, από κοινού συµβάλλουν στην υποβάθµιση του επιπέδου υγείας του πληθυσµού.

Όπως αναφέρουν πρόσφατες µελέτες, η ανεργία και το χαµηλό εισόδηµα συνδέονται µε εµφάνιση ψυχικών διαταραχών, προβλήµατα εθισµού και χρήσης ουσιών, κατανάλωση φθηνών τροφών χωρίς υψηλή διατροφική αξία, κάπνισµα, υπερκατανάλωση οινοπνευµατωδών ποτών ή αύξηση των χρόνιων νοσηµάτων και, όπως προαναφέρθηκε, συνοδεύονται από ανεπαρκή αντιµετώπιση των ιατρικών περιστατικών, λόγω υποβάθµισης των παρεχόµενων υπηρεσιών υγείας. Συνολικά, η χαµηλότερη κοινωνικοοικονοµική κατάσταση ενός ατόµου (socioeconomic status) συνδέεται µε κακή κατάσταση υγείας και αυξηµένα επίπεδα νοσηρότητας και θνησιµότητας.

Παράλληλα, η περικοπή της δηµόσιας υγειονοµικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ συνδέεται µε επιπλέον θανάτους από καρκίνο. Οι αναλυτές επισηµαίνουν ότι η οικονοµική κρίση του 2008-2010 συνδέεται µε επιπλέον 260.000 θανάτους από καρκίνο στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Επίσης, συµπεραίνουν ότι η γενική υγειονοµική κάλυψη (universal health coverage) δύναται να προστατεύσει τον πληθυσµό (ειδικότερα τους άνεργους) σε περιόδους οικονοµικής κρίσης εξασθενίζοντας τη θετική συσχέτιση µεταξύ ανεργίας και θανάτων από καρκίνο.

Παράγοντες συµπεριφοράς που επηρεάζουν την υγεία

Όπως έχει επισηµανθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία, η οικονοµική κρίση συνδέεται µε την υιοθέτηση λιγότερο υγιεινού τρόπου ζωής, την κατανάλωση φθηνών τροφών χωρίς υψηλή διατροφική αξία, το κάπνισµα, την υπερκατανάλωση οινοπνευµατωδών ποτών και την έλλειψη σωµατικής άσκησης, παράγοντες που επιβαρύνουν την υγεία και συµβάλλουν στην εκδήλωση χρόνιων παθήσεων.

Τα διαθέσιµα στοιχεία για την Ελλάδα δεν υποδηλώνουν ωστόσο µια δραµατική µεταβολή στη συµπεριφορά και τις διατροφικές συνήθειες µέσα στην κρίση.

Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό ενηλίκων καπνιστών µεταξύ των κρατών µελών του ΟΟΣΑ και παρουσιάζει αυξητική τάση µεταξύ 2000 και 2013 (το ποσοστό αυτών που καπνίζουν καθηµερινά ή συστηµατικών καπνιστών από 15 ετών και άνω έχει αυξηθεί από 35% σε 39%, OECD 2015). Νεότερα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφουν µείωση κατά 14,4% του ποσοστού των συστηµατικών καπνιστών την περίοδο 2009-2014 και αύξηση κατά 13,3% στο ποσοστό όσων καπνίζουν περιστασιακά.

Υποχώρηση καταγράφεται στην κατανάλωση αλκοόλ, από περίπου 8,5 λίτρα ανά άτοµο (15+) ετησίως το 2000 σε 7-7,5 λίτρα ανά άτοµο το 2013, όταν ο µέσος όρος στον ΟΟΣΑ ήταν 8,9 λίτρα ανά άτοµο. Όπως προκύπτει από την πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, µείωση κατά 28,9% σηµειώνεται στο ποσοστό του πληθυσµού (15+) που καταναλώνει καθηµερινά ή σχεδόν καθηµερινά αλκοολούχα ποτά.

Όσον αφορά την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, που αποτελούν τη βάση της υγιεινής διατροφής, η οποία µε τη σειρά της συνιστά βασικό παράγοντα πρόληψης χρόνιων παθήσεων, το 2014 παρατηρείται ελαφρά υποχώρηση του ποσοστού του πληθυσµού (15+) που δηλώνει καθηµερινή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών σε σχέση µε το 2009. Συγκεκριµένα καταγράφεται µείωση 10,0% στον πληθυσµό που καταναλώνει καθηµερινά φρούτα (2014: 54,6%, 2009: 60,7%) και µείωση κατά περίπου 2,8% στην καθηµερινή κατανάλωση λαχανικών (2014: 62,0%, 2009: 63,8%).

Στην Ελλάδα το ποσοστό παχυσαρκίας στον πληθυσµό (15+) ήταν 19,6% το 2013, έναντι 19,0% στον ΟΟΣΑ.

Επίσης, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση µεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά το ποσοστό των υπέρβαρων παιδιών (περιλαµβανοµένων και των παχύσαρκων), ενώ αυξητική είναι η τάση του ποσοστού των υπέρβαρων και παχύσαρκων εφήβων τη δεκαετία του 2000 (OECD 2015).

Τέλος, σύµφωνα µε έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2014), το ποσοστό του πληθυσµού που συµµετέχει τακτικά ή αρκετά τακτικά σε φυσική δραστηριότητα έχει αυξηθεί σε 31% το 2013 από 18% το 2009, ωστόσο υπολείπεται ακόµη του µέσου όρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-28: 41%).

Επιπτώσεις στην υγεία

Αν και απαιτούνται αρκετά χρόνια ώστε να αποκαλυφθούν οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης στην υγεία του πληθυσµού, στην Ελλάδα αρκετοί δείκτες υγείας έχουν αρχίσει να επιδεινώνονται. Πρόσφατες µελέτες υποστηρίζουν ότι τα πρώτα χρόνια της οικονοµικής κρίσης µειώθηκε το ποσοστό του πληθυσµού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” αυτοαξιολογούµενη υγεία (self-rated health), από 71% το 2006 σε 68,8% το 2011.18 Σύµφωνα όµως µε νεότερα στοιχεία (ΕΛΣΤΑΤ 2015), το ποσοστό του πληθυσµού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” υγεία έχει παραµείνει σταθερό µεταξύ 2009 και 2014.

Ωστόσο, στην ίδια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφεται σηµαντική αύξηση (κατά 24,2%) στον πληθυσµό ηλικίας 15 ετών και άνω (15+) που δηλώνει ότι πάσχει από κάποιο χρόνιο πρόβληµα υγείας ή χρόνια πάθηση (τα περιστατικά χρόνιας νοσηρότητας αυξήθηκαν από 39,7% το 2009 σε 49,3% το 2014). Επίσης, την περίοδο της κρίσης αυξήθηκε το ποσοστό του πληθυσµού (15+) που περιόρισε τις δραστηριότητές του λόγω προβληµάτων υγείας (δείκτης Global Activity Limitation Indicator) από 22,8% το 2009 σε 29,8% το 2014. Η ανοδική τάση στη χρόνια νοσηρότητα του πληθυσµού δύναται να επιδράσει αυξητικά στις µελλοντικές δαπάνες υγείας και να επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταµεία ενώ ενδέχεται να οδηγήσει σε υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Αξιοσηµείωτο είναι το εύρηµα ότι η σωµατική υγεία των παιδιών έχει επηρεαστεί αρνητικά από την οικονοµική κρίση. Όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία (βλ. Economou et al. 2014), το ποσοστό των γεννήσεων παιδιών χαµηλού βάρους (κάτω από 2,5 κιλά) στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 19% την περίοδο 2008-2010, γεγονός που συνδέεται µε µακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών.

Επίσης, σύµφωνα µε στοιχεία που δηµοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ, έχει ανακοπεί η µακροχρόνια τάση µείωσης της παιδικής θνησιµότητας (θάνατοι βρεφών έως ενός έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων).

Συγκεκριµένα, η παιδική θνησιµότητα αυξήθηκε από 2,65 το 2008 σε 3,75 το 2014. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται αφενός στην αύξηση κατά περίπου 10% των θανάτων βρεφών κάτω του ενός έτους και αφετέρου στην υποχώρηση των γεννήσεων κατά 22,1% την προαναφερθείσα περίοδο. Συγκεκριµένα, καταγράφηκαν 92.149 γεννήσεις το 2014, έναντι 118.302 το 2008 (που ήταν η υψηλότερη τιµή της περιόδου 1985-2014). Παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά δεν µπορούν άµεσα να αποδοθούν στην οικονοµική κρίση, η αναστροφή των προηγούµενων τάσεων αποτελεί ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόµενο.

Τέλος, οι επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης στην ψυχική υγεία του πληθυσµού είναι σηµαντικές και εµφανείς. Για παράδειγµα, δραµατική αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό του πληθυσµού µε συµπτώµατα µείζονος κατάθλιψης κατά την περίοδο της κρίσης (βλ. Kentikelenis et al. 2014, Simou and Koutsogeorgou 2014). Το εύρηµα επιβεβαιώνεται από επιδηµιολογικές έρευνες, σύµφωνα µε τις οποίες καταγράφεται ραγδαία αύξηση της µείζονος κατάθλιψης από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009, 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013.23 Όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της έρευνας υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 το 4,7% του πληθυσµού ηλικίας 15 ετών και άνω δήλωσε ότι είχε κατάθλιψη, έναντι 2,6% το 2009.

Στην έκθεση σηµειώνεται ότι το µεγαλύτερο τµήµα της σχετικής βιβλιογραφίας καταγράφει θετική συσχέτιση µεταξύ της οικονοµικής ύφεσης και του ποσοστού αυτοκτονιών (διαΝΕΟσις 2016). Ωστόσο, υπάρχουν µελέτες που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει συστηµατική και αυτόνοµη σχέση µεταξύ ανεργίας, ρυθµού ανάπτυξης και ποσοστού αυτοκτονιών. Όπως επισηµαίνεται, ο κίνδυνος αυτοκτονικής συµπεριφοράς αυξάνεται όταν υφίστανται οι λεγόµενοι πρωτογενείς παράγοντες κινδύνου (ψυχιατρικές-ιατρικές καταστάσεις), ενώ οι δευτερογενείς (οικονοµική κατάσταση) και τριτογενείς (ηλικία, φύλο) παράγοντες επηρεάζουν τον κίνδυνο αυτοκτονίας, µόνο όµως εφόσον προϋπάρχουν πρωτογενείς παράγοντες κινδύνου.

Πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας

Σύµφωνα µε στοιχεία του ΟΟΣΑ (OECD 2015) για το 2013, µόνο το 79% του πληθυσµού στην Ελλάδα είχε ιατροφαρµακευτική κάλυψη. Το ποσοστό του υγειονοµικά ανασφάλιστου πληθυσµού ήταν το υψηλότερο στον ΟΟΣΑ και οφειλόταν στο υψηλό ποσοστό µακροχρόνιας ανεργίας και στην οικονοµική αδυναµία αρκετών αυτοαπασχολουµένων να καλύψουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Μάλιστα, παρά τις προσπάθειες παροχής ιατροφαρµακευτικής περίθαλψης στον ανασφάλιστο πληθυσµό, έχει αυξηθεί το ποσοστό του πληθυσµού (ειδικά των ηλικιωµένων) που δηλώνουν αδυναµία ικανοποίησης των ιατρικών και φαρµακευτικών αναγκών λόγω οικονοµικών προβληµάτων (Kentikelenis et al. 2014, διαΝΕΟσις 2016). Για παράδειγµα, 1 στα 6 άτοµα χαµηλού εισοδήµατος το 2013 δήλωναν αδυναµία ικανοποίησης των ιατρικών τους αναγκών λόγω οικονοµικών προβληµάτων (OECD 2015).

Από την έρευνα υγείας για το 2014 της ΕΛΣΤΑΤ (2015) προκύπτει ότι χρειάστηκε και δεν είχε την οικονοµική δυνατότητα να λάβει: α) ιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 13,9% του πληθυσµού ηλικίας 15+, β) οδοντιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 15,4% του πληθυσµού 15+, γ) υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας το 4,3% του πληθυσµού 15+ και δ) τα φάρµακα που του είχε συστήσει ο γιατρός το 11,2% του πληθυσµού 15+.

Διαβάστε επίσης:

ΕΛΣΤΑΤ: Καλή υγεία δηλώνει ότι έχει το 74,8% των Ελλήνων