Μετφορμίνη: Καλύτερη για την υγεία της καρδιάς των διαβητικών
Η μετφορμίνη, το συχνότερα συνταγογραφούμενο φάρμακο για τον διαβήτη τύπου ΙΙ, είναι καλύτερο για την υγεία της καρδιάς, συγκριτικά με άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα.
Αυτό υποστηρίζουν ερευνητές του Πανεπιστημίου «Case Western Reserve» στο Κλίβελαντ σε ανάλυση που δημοσίευσαν στο επιστημονικό έντυπο Annals of Internal Medicine.
Σύμφωνα με τα νέα επιστημονικά ευρήματα, η μετφορμίνη μειώνει τον κίνδυνο θανάτου από έμφραγμα και εγκεφαλικό επεισόδιο κατά 30% και 40% αντίστοιχα, συγκριτικά με τις σουλφονυλουρίες, όπως η γλιμπενκλαμίδη, η γλιμεπιρίδη, η γλιπιζίδη και η τολβουταµίδη.
Η επίκουρη καθηγήτρια Ιατρικής Σαρι Μπολεν ανέλυσε στοιχεία από 204 μελέτες, στις οποίες είχαν συμμετάσχει συνολικά 1,4 εκατομμύρια άτομα. Στόχος της ανάλυση ήταν να δουν οι ερευνητές αν κάποιο αντιδιαβητικό φάρμακο υπερέχει έναντι των άλλων στην πρόληψη των θανάτων από έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η μετφορμίνη που κυκλοφορεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, θεωρείται ένα φθηνό φάρμακο, συγκριτικά με τα νεότερα αντιδιαβητικά σκευάσματα.
«Γνωρίζουμε ότι η μετφορμίνη είναι καλό πρώτης γραμμής αντιδιαβητικό για τα άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ, ενώ έχει και καλή καρδιαγγειακή ασφάλεια συγκριτικά με τις σουλφονυλουρίες. Διότι το κόστος του διαβήτη δεν είναι μόνο το κόστος της τιμής των φαρμάκων, αλλά και το κόστος των επιπλοκών» σχολιάζει ο Δρ Τζοελ Ζονσζέιν, διευθυντής του Κέντρου Κλινικού Διαβήτη στο Ιατρικό Κέντρο «Montefiore» της Νέας Υόρκης.
Και προσθέτει ότι «ένας από τους λόγους για τις συχνότερες και πιο δαπανηρές επιπλοκές είναι η χρήση των σουλφονυλουρίων και της ινσουλίνης που προκαλεί υπογλυκαιμία. Αλλά έχουν στη διάθεσή μας πολλά φάρμακα που δεν προκαλούν υπογλυκαιμία και είναι εξίσου ή και περισσότερο αποτελεσματικά. Σήμερα, έχουν τρία διαφορετικά φάρμακα που δείχνουν ανωτερότητα στο καρδιαγγειακό αποτέλεσμα, επιπρόσθετα της συμβατικής αντιδιαβητικής αγωγής που περιλαμβάνει τον καλό έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, την ασπιρίνη και τις στατίνες που μειώνουν τη χοληστερόλη. Πρόκειται για την πιογλιταζόνη, την λιραγλουτίδη και την εμπαγλιφλοζίνη».