Ρινική γλυκαγόνη για τις σοβαρές υπογλυκαιμίες
Οι σοβαρές υπογλυκαιμίες είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, για τα άτομα που λαμβάνουν αντιδιαβητικές ουσίες. Τα άτομα με διαβήτη τύπου 1, κάνουν χρήση πολλών ενέσεων ινσουλίνης, αλλά και αυτοί με διαβήτη τύπου 2, που βρίσκονται υπό ινσουλινοθεραπεία είναι εκτεθιμένοι στην πιθανότητα μιας σοβαρής υπογλυκαιμίας.
Σοβαρή υπογλυκαιμία θεωρούμε την πτώση του σακχάρου σε επίπεδα χαμηλότερα των 56 mg/dl, η οποία συνοδεύεται από απώλεια των αισθήσεων ή αδυναμία αντίδρασης. Στις περιπτώσεις αυτές είναι απαραίτητη η βοήθεια από ένα άλλο άτομο, ώστε να διασωθεί αυτός που πάσχει. Η σωστική ενέργεια που απαιτείται περιλαμβάνει την υποδόρια ή ενδομυική ένεση γλυκαγόνης από το άτομο που φροντίζει τον πάσχοντα.
Για να γίνουν όλα σωστά θα πρέπει ο διαβητικός να έχει αποθυκευμένη μια ένεση γλυκαγόνης και τα άτομα που βρίσκονται μαζί του, να είναι εκπαιδευμένα στην διενέργεια της συγκεκριμένης ένεσης. Παρόλα αυτά, οι έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα που έχουν εκπαιδευτεί, έχουν σημαντικές δυσκολίες στο να κάνουν έγκαιρα και αποτελεσματικά, λόγω του πανικού, την ένεση γλυκαγόνης. Περίπου το 69% των άτόμων παρουσίασαν προβλήματα κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Ο μέσος όρος ήταν 2,5 λεπτά για να γίνει η ένεση, ενώ υπήρχαν διακυμάνσεις από 30 δευτερόλεπτα μέχρι 12 λεπτά. Το 10% απέτυχαν να κάνουν τελικά την ένεση.
Μια καινούρια προσπάθεια για να απλοποιήθει η σωστική χορήγηση γλυκαγόνης, είναι η ενδορρινική χορήγηση. Η νέα αυτή φαρμακευτική ουσία βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο, έχει την κωδική ονομασία AMG504-1 και παρουσιάζει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Η AMG504-1 είναι γλυκαγόνη σε μορφή σκόνης, η οποία βρίσκεται σε μια συσκευή με την οποία η χορήγησή της γίνεται εύκολα ψεκάζοντας στο ρουθούνι της μύτης. Η συγκέντρωση του γλουκαγόνου στο αίμα, ανεβαίνει σε λίγα λεπτά και ο ασθενής αναρρώνει από την υπογλυκαιμία σύντομα. Αναλογικά με την ενδομυική ή υποδόρια χρήση της γλυκαγόνης, η ενδορρινική χρήση απαιτεί διπλάσια ποσότητα γλυκαγόνης, για να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα.
Οι παρενέργειες από την ενδορρινική χρήση περιορίζονται στον τοπικό ρινικό ερεθισμό, ενώ αρκετοί αναφέρουν γαστρεντερικά ενοχλήματα. Η ικανοποίηση, όμως, από τη συγκεκριμένη μέθοδο είναι μεγαλύτερη αφού 82% των ατόμων αναφέρουν ότι προτιμούν την ενδορρινική χρήση, λόγω της ευκολίας σε συνθήκες πανικού, όπως αυτών που επικρατούν σε ένα σοβαρό υπογλυκαιμικό επεισόδιο.
Ρηγόπουλος Δημήτριος, Παθολόγος-Διαβητολόγος