Κατάχρηση οπιοειδών: Οι επιπτώσεις στα αναπαραγωγικά όργανα, τα οστά και τα επινεφρίδια
Η χρήση και κυρίως η κατάχρηση οπιοειδών, αποτελεί ένα εντεινόμενο παγκόσμιο πρόβλημα.
Τα οπιοειδή χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του πόνου σε άτομα με καρκίνο ή άλλες παθήσεις (π.χ. μετά από τραυματισμό ή χειρουργική επέμβαση). Είναι όμως ιδιαίτερα εθιστικά και οι άνθρωποι μπορεί να αναπτύξουν διαταραχή χρήσης οπιοειδών.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι 125.000 άνθρωποι πέθαναν από υπερβολική δόση οπιοειδών το 2019.
Η χρήση και η κατάχρηση οπιοειδών έχει αρνητική επίδραση στις ορμόνες και μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές στην αναπαραγωγική, οστική και επινεφριδιακή υγεία.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της Αμερικανικής Ενδοκρινικής Εταιρείας, εξετάζονται τα δεδομένα που σχετίζονται με τη χρήση και την κατάχρηση των οπιοειδών και τις επιδράσεις αυτών των φαρμάκων στο ενδοκρινικό σύστημα.
Οι ερευνητές μελετούν τις κλινικές συνέπειες των οπιοειδών, ιδίως στο υποθαλαμο-υποφυσιακό σύστημα και στην υγεία των οστών.
«Προσπαθούμε να καλύψουμε τα ερευνητικά κενά που σχετίζονται με τις επιδράσεις και τις κλινικές συνέπειες των οπιοειδών στο ενδοκρινικό σύστημα», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της ανακοίνωσης Νίκη Καραβιτάκη, από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Ελπίζουμε ότι η ανάδειξη των πρόσφατων ερευνών, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων της χρήσης οπιοειδών στις παθήσεις των οργάνων του αναπαραγωγικού συστήματος (όρχεις στους άνδρες και ωοθήκες στις γυναίκες), των οστών και των επινεφριδίων, θα βελτιώσει την ενδοκρινική υγεία των ατόμων που κάνουν χρήση ή κατάχρηση οπιοειδών παγκοσμίως».
Η έρευνα εξετάζει τις επιπτώσεις των οπιοειδών στη λειτουργία των οργάνων του αναπαραγωγικού συστήματος και των επινεφριδίων και στην υγεία των οστών. Οι συγγραφείς αναφέρουν τον ανδρικό υπογοναδισμό, μια κατάσταση που προκαλεί χαμηλή τεστοστερόνη, ως μια καλά αναγνωρισμένη παρενέργεια των οπιοειδών, και παρέχουν μεγαλύτερη σαφήνεια γύρω από τις λιγότερο γνωστές επιδράσεις του φαρμάκου σε άλλα μέρη του υποθαλαμο-υποφυσιακού συστήματος και την υγεία των οστών. Μελετούν επίσης τη σχέση μεταξύ των οπιοειδών και της ανάπτυξης υπερπρολακτιναιμίας, καθώς χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να κατανοηθεί η επίδρασή τους στη δευτερογενή επινεφριδιακή ανεπάρκεια.
Η υπερπρολακτιναιμία είναι η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο έχει υψηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα της ορμόνης προλακτίνης στο αίμα. Η προλακτίνη είναι ορμόνη που παράγεται από την υπόφυση, έναν αδένα μεγέθους μπιζελιού που βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου.
Οι συντάκτες της δήλωσης αξιολόγησαν επίσης τον τρόπο με τον οποίο τα οπιοειδή επηρεάζουν την έκκριση ορισμένων ορμονών για να κατανοήσουν καλύτερα τη σχέση μεταξύ της χρήσης οπιοειδών και ενδοκρινικών ασθενειών.
Οι ορμόνες αυτές περιλαμβάνουν την αυξητική ορμόνη, την αγγειοπιεσίνη (ρυθμίζει την ισορροπία των υγρών στο σώμα) και την ωκυτοκίνη (διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία του τοκετού).
Επίσης, εξέτασαν τα στοιχεία σχετικά με τις δράσεις των οπιοειδών στον οστικό μεταβολισμό και τις αρνητικές επιπτώσεις τους στην οστική πυκνότητα και τον κίνδυνο κατάγματος.
«Οι κλινικοί γιατροί πρέπει να γνωρίζουν αυτές τις ενδοκρινικές συνέπειες για την υγεία και να παρακολουθούν στενότερα τους ασθενείς που χρησιμοποιούν οπιοειδή για σημεία και συμπτώματα αυτών», δήλωσε η Καραβιτάκη.
Η δήλωση δημοσιεύεται στο περιοδικό Endocrine Reviews.