ΥΓΕΙΑ

Λίπος στο συκώτι: Ο ρόλος της κατανάλωσης κρέατος και ψαριών

Σινάνη Αικατερίνη

Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος είναι η συσσώρευση ηπατικού λίπους που δεν προκαλείται από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή τη χρήση ηπατοτοξικών φαρμάκων.

Λίπος στο συκώτι: Ο ρόλος της κατανάλωσης κρέατος και ψαριών

Είναι η πιο συχνή χρόνια ηπατική νόσος, με εκτιμώμενο επιπολασμό 25%.

Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, ηπατοκυτταρικού καρκίνου και διαβήτη.

Δεν υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες για τη νόσο, ενώ η διατροφή αποτελεί σημαντικό τροποποιήσιμο παράγοντα.

Νέα μελέτη διερεύνησε τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης κρέατος και ψαριών και του κινδύνου εμφάνισης μη αλκοολικής λιπώδους ηπατικής νόσου.

Κάθε διατροφή έχει διαφορετική επίδραση στην ασθένεια. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως. Στην Κίνα, οι ενήλικες κατανάλωναν κατά μέσο όρο 94 γραμμάρια κρέατος την ημέρα το 2015, πολύ παραπάνω από τη σύσταση για 75 g/ημέρα.

Η αυξημένη κατανάλωση κρέατος συνδέεται με υψηλότερη αντίσταση στην ινσουλίνη, διαβήτη τύπου 2 και οξειδωτικό στρες, τα οποία έχουν παρόμοια παθογένεια με την μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος.

Τα ψάρια αποτελούν εξαιρετική πηγή θρεπτικών συστατικών όπως είναι η βιταμίνη D, το σελήνιο, τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (PUFA) και οι πρωτεΐνες. Συγκεκριμένα, τα λιπαρά ψάρια περιέχουν υψηλότερα επίπεδα πολυακόρεστων οξέων τα οποία έχουν προστατευτικές επιδράσεις στην υγεία.

Προηγούμενες μελέτες για τη σχέση της κατανάλωσης κρέατος και ψαριών και της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος, δεν είχαν καταλήξει στο ρόλο των ψαριών και του κρέατος.

Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν τις πιθανές επιδράσεις διαφόρων ειδών κρέατος και ψαριών στον κίνδυνο εμφάνισης NAFLD σε ηλικιωμένους και μεσήλικες Κινέζους.

Χρησιμοποίησαν δεδομένα από τη μελέτη κοόρτης Guangzhou Biobank και συμπεριέλαβαν συμμετέχοντες που υποβλήθηκαν την περίοδο 2009-2010 σε εξετάσεις. Εξαιρέθηκαν οι συμμετέχοντες με ελλιπή στοιχεία και όσοι κατανάλωναν πολύ αλκοόλ.

Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος αξιολογήθηκε με κοιλιακό υπέρηχο και διαγνώστηκε με βάση τα κριτήρια που έχει θεσπίσει η Κινεζική Εταιρεία Ηπατολογίας. Η πρόσληψη κρέατος και ψαριών μετρήθηκε με τη χρήση ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων.

Οι ερευνητές μέτρησαν τη μέση συχνότητα κατανάλωσης κατά τις τελευταίες επτά ημέρες και την ποσότητα που καταναλώθηκε κάθε φορά.

Ως επεξεργασμένα κρέατα θεωρήθηκαν τα παστά ψάρια και κρέατα.

Τα είδη κόκκινου κρέατος ήταν το χοιρινό, το αρνίσιο και το μοσχαρίσιο. Τα λιπαρά ψάρια περιλάμβαναν σκουμπρί, χέλι, θαλάσσιο χέλι, σαρδέλα και σολομό.

Παράγοντες που λήφθηκαν υπόψιν ήταν το φύλο, η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, το οικογενειακό εισόδημα, το επάγγελμα, το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ και η σωματική δραστηριότητα.

Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε αξιολογήσεις ανθρωπομετρικών στοιχείων και βιοδεικτών, συμπεριλαμβανομένης της καλής και κακής χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων, του σακχάρου νηστείας και της ολικής χοληστερόλης.

Η μελέτη περιελάμβανε 1.862 ανθρώπους μέσης ηλικίας 60,9 ετών. Οι γυναίκες αποτελούσαν το 50,16% του δείγματος. Ο επιπολασμός της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος ήταν 37,22%. Οι καπνιστές και οι άνδρες είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν λίπος στο συκώτι.

Τα άτομα με NAFLD είχαν υψηλότερη αρτηριακή πίεση, περίμετρο μέσης, δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), τριγλυκερίδια και σάκχαρο και χαμηλότερη καλή χοληστερόλη. Κατανάλωναν επίσης περισσότερα λιπαρά ψάρια και θαλασσινά.

Όσοι κατανάλωναν τουλάχιστον τρεις μερίδες λιπαρών ψαριών την εβδομάδα είχαν 1,4 φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν λίπος στο συκώτι, συγκριτικά με εκείνους που δεν κατανάλωναν λιπαρά ψάρια. Αφού ελήφθησαν υπόψη διάφοροι μεταβολικοί παράγοντες, βρέθηκε ότι σημαντική συσχέτιση μεταξύ αυξημένης κατανάλωσης λιπαρών ψαριών και υψηλότερου κινδύνου NAFLD.

Δεν παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της NAFLD και της κατανάλωσης θαλασσινών, κόκκινου κρέατος, πουλερικών, επεξεργασμένου κρέατος ή άλλων ψαριών.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση BMC Public Health.