Αντιμυλλέριος ορμόνη: Η σχέση της με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο στην εμμηνόπαυση
Ξεχάστε τα οιστρογόνα. Επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ ανακάλυψαν έναν προγνωστικό παράγοντα των λιπιδίων και της χοληστερόλης στις γυναίκες μέσης ηλικίας, που μπορεί να αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση του πώς η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης συμβάλλει στην υγεία της καρδιάς.
Οι επιστήμονες εντόπισαν τη σχέση μιας λιγότερο γνωστής ορμόνης που ονομάζεται αντιμυλλέριος ορμόνη (AMH) και των επιπέδων λιπιδίων ή χοληστερόλης σε γυναίκες μέσης ηλικίας.
Με αυτές τις πληροφορίες και με όσα είναι γνωστά για τα οιστρογόνα, οι γιατροί μπορούν να έχουν καλύτερη εικόνα του καρδιαγγειακού κινδύνου για τις γυναίκες που μπαίνουν στην εμμηνόπαυση.
«Δεν παίζουν ρόλο μόνο τα οιστρογόνα», σύμφωνα με τη Samar R. El Khoudary, καθηγήτρια επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ.
«Ανακαλύπτουμε νέα στοιχεία σχετικά με άλλους δείκτες που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο και να πουν με μεγαλύτερη ακρίβεια στις γυναίκες πού βρίσκονται σε σχέση με τη μετάβασή τους στην εμμηνόπαυση».
Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εμμηνόπαυση, περίοδος γνωστή και ως περιεμμηνόπαυση, οι γυναίκες μέσης ηλικίας διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου λόγω των αλλαγών στα επίπεδα λιπιδίων τους, όπως της απότομης αύξησης της «κακής» χοληστερόλης.
Οι επιστήμονες είχαν διαπιστώσει ότι αυτός ο αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου μπορεί να οφείλεται εν μέρει στη μείωση των οιστρογόνων. Ωστόσο, η θεραπεία υποκατάστασης οιστρογόνων δεν είχε τα καρδιοπροστατευτικά αποτελέσματα που ήλπιζαν οι γιατροί. Γι' αυτό οι επιστήμονες αναζητούν άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν τα επίπεδα χοληστερόλης.
Η αντιμυλλέριος ορμόνη έχει μελετηθεί καλύτερα ως σημαντικός παράγοντας προσδιορισμού του φύλου του εμβρύου στη μήτρα.
Πρόσφατα, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι η AMH έχει μια ισχυρή και αξιόπιστη σύνδεση με το χρονοδιάγραμμα της μετάβασης στην εμμηνόπαυση και η νέα τεχνολογία καθιστά ολοένα και πιο εύκολη και οικονομικά αποδοτική την παρακολούθηση.
«Η AMH μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μετρήσει πόσο καιρό οι ωοθήκες σας μπορούν να συνεχίσουν να παράγουν ωάρια», είπε η Δρ. El Khoudary. «Όσο περισσότερα ωάρια υπάρχουν, τόσο υψηλότερη είναι η AMH, όσο λιγότερα, τόσο χαμηλότερα είναι τα επίπεδα της AMH. Όταν τα επίπεδα πέσουν πολύ χαμηλά, μπορεί να γίνει πρόβλεψη της εμμηνόπαυσης».
Η El Khourdary διερεύνησε εάν η απώλεια της AMH μπορεί να έχει αντίκτυπο στη χοληστερόλη.
«Θέλαμε να κατανοήσουμε τον μηχανισμό πίσω από τις αλλαγές των λιπιδίων κατά τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση και πώς αυτός ο νέος βιοδείκτης, η AMH, αλληλεπιδρά με τα οιστρογόνα και επηρεάζει τα λιπίδια», εξήγησε.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος από 1.440 γυναίκες μέσης ηλικίας κατά τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση. Αυτά τα δείγματα αίματος εξετάστηκαν για επίπεδα οιστρογόνων και AMH, καθώς και για «καλή» και «κακή» χοληστερόλη.
Η El Khoudary διαπίστωσε ότι, ενώ τα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων ήταν σημαντικά για τη μείωση των επιπέδων της κακής χοληστερόλης, η υψηλή AMH ήταν υπεύθυνη για τη μείωση της «καλής» χοληστερόλης. Αυτό σημαίνει ότι καθώς οι γυναίκες εισέρχονται στην εμμηνόπαυση, χάνουν οιστρογόνα και AMH, αυξάνοντας τα επίπεδα τόσο της κακής όσο και της καλής χοληστερόλης τους.
Μπορεί να ακούγεται αντιφατικό, αλλά η El Khoudary υποστηρίζει ότι η «καλή» χοληστερόλη δεν είναι πάντα καλή για τις γυναίκες στην εμμηνόπαυση. Προηγούμενες μελέτες από την ίδια και τους συνεργάτες της, έχουν διαπιστώσει ότι τα καλά επίπεδα χοληστερόλης σε αυτές τις γυναίκες, θα μπορούσαν να συγκαλύπτουν άλλα καρδιαγγειακά προβλήματα και να αποτελούν ακόμη και σημάδι δυσλειτουργίας της καλής χοληστερόλης, εμποδίζοντάς την να εκτελεί τα καρδιοπροστατευτικά της καθήκοντα.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Journal of Clinical Lipidology.