Η πλειονότητα των ασθενών με COVID-19 ανακτά πλήρη αίσθηση της όσφρησης ή της γεύσης εντός 2 ετών
Μια νέα μελέτη εξέτασε ασθενείς στο όριο δύο ετών της νόσησής τους από COVID-19, προκειμένου να κατανοήσει η επιστημονική κοινότητα τον χρόνο ανάρρωσης και τον επιπολασμό της ανοσμίας και της αγευσίας.
Οι περισσότεροι ασθενείς που παρουσίασαν απώλεια ή δυσλειτουργία των αισθήσεων γεύσης και όσφρησης λόγω λοίμωξης της COVID-19 ανέφεραν πλήρη ανάρρωση δύο χρόνια μετά την έναρξη της λοίμωξης, σύμφωνα με μια νέα έρευνα που διεξήχθη στην Ιταλία.
Τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των εν λόγω ασθενών δημοσιεύθηκαν στο JAMA Otolaryngol Head and Neck Surgery στις 4 Αυγούστου.
Η έρευνα εξέτασε μερικά από τα πιο διαδεδομένα συμπτώματα της COVID-19 που βιώνουν μακροπρόθεσμα τα μολυσμένα άτομα και δεν είναι άλλα από την ανοσμία και την αγευσία. Σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή Paolo Boscolo-Rizzo, περίπου το 7% των ασθενών με COVID-19 εξακολουθούσαν να είναι λειτουργικά ανοσμικοί ακόμη και ένα χρόνο μετά τη νόσησή τους και έτσι, προκειμένου να κατανοηθεί και να εκτιμηθεί η μακροπρόθεσμη επιμονή αυτών των συμπτωμάτων, αποφασίστηκε να εξεταστεί ο διετής επιπολασμός και το ποσοστό επανάκτησης της ανοσμίας και της αγευσίας.
Εκπόνηση της μελέτης
Έχοντας προηγουμένως πραγματοποιήσει μια μελέτη σχετικά με τον επιπολασμό των συμπτωμάτων γεύσης ή οσμής σε ήπια συμπτωματικούς ασθενείς κατά την έναρξη της λοίμωξης και στη συνέχεια τέσσερις εβδομάδες, οκτώ εβδομάδες και έξι μήνες αργότερα, ο Boscolo-Rizzo στράφηκε στους ίδιους ενήλικες ασθενείς που είχαν βρεθεί θετικοί για COVID-19 μέσω τεστ PCR στο Γενικό Νοσοκομείο του Τρεβίζο στην Ιταλία μεταξύ 19-22 Μαρτίου, 2020.
Στους ασθενείς δόθηκε το ίδιο ερωτηματολόγιο κατά το πέρας της διετίας όπως εδόθη στις προαναφερθείσες ημερομηνίες.
Οι ασθενείς που είχαν νοσήσει για δεύτερη φορά ή είχαν καθυστερημένη έναρξη συμπτωμάτων αποκλείστηκαν από τη μελέτη. Έτσι, οι ερευνητές εξέτασαν 168 επιλέξιμους ασθενείς (90 γυναίκες και 78 άνδρες) με διάμεση ηλικία τα 55 έτη.
Από τους 168 συμμετέχοντες, 108 άτομα ανέφεραν δυσλειτουργία οσμής ή γεύσης κατά την έναρξη της λοίμωξης της COVID-19. Ο αριθμός αυτός στη συνέχεια μειώθηκε σε 64 άτομα σε τέσσερις εβδομάδες, 29 σε οκτώ εβδομάδες και 27 άτομα σε έξι μήνες. Στα δύο χρόνια, μόλις 14 άτομα ανέφεραν συνεχή απώλεια γεύσης ή όσφρησης, υποδεικνύοντας ότι το 88,2% των ασθενών που βιώνουν απώλεια ή δυσλειτουργία των αισθήσεων γεύσης και όσφρησης αναρρώνουν πλήρως μέσα σε δύο χρόνια.
Ωστόσο, οι ερευνητές τόνισαν ότι τα αποτελέσματα της μελέτης πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή λόγω αρκετών περιορισμών, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι τα δεδομένα αναφέρθηκαν από μόνα τους με βάση συγχρονικές έρευνες και το δείγμα των ασθενών ήταν σχετικά μικρό και γεωγραφικά περιορισμένο. Επιπλέον, η μελέτη εξέτασε μόνο ασθενείς που εμφάνισαν ήπια συμπτώματα και δεν εξέτασε εκείνους που είχαν εμφανίσει πιο σοβαρά.
Παρά τους περιορισμούς, ωστόσο, ο Boscolo-Rizzo είναι σίγουρος ότι τα αποτελέσματα είναι ακριβή. «Σε αντίθεση με ό, τι αναφέρεται συχνά, οι ασθενείς θα πρέπει να είναι καθησυχασμένοι γνωρίζοντας ότι η αποκατάσταση της όσφρηση ή της εξασθένησης της γεύσης μπορεί να συνεχιστεί για πολλούς μήνες μετά την έναρξη», γράφει. «Αυτά τα αποτελέσματα ισχύουν για ασθενείς που μολύνθηκαν κατά την προ-Όμικρον περίοδο. Η μετάλλαξη Όμικρον έχει παρατηρηθεί ότι επηρεάζει λιγότερο συχνά και λιγότερο σοβαρά τη χημειοαισθητική λειτουργία».
Γιατί οι άνθρωποι χάνουν την αίσθηση της γεύσης ή της όσφρησης;
Αν και δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση ως προς το πώς ή γιατί η ανοσμία και η αγευσία εμφανίζονται σε άτομα που έχουν μολυνθεί με COVID-19, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους διαπίστωσε μια σχέση μεταξύ της γενετικής και της αυξημένης πιθανότητας εμφάνισης αυτών των συμπτωμάτων.
Μέσω της διεξαγωγής μιας μελέτης γονιδιώματος εκείνων που βιώνουν αυτά τα συμπτώματα καθώς και εκείνων που δεν είχαν ανάλογο πρόβλημα, μια ομάδα ερευνητών εντόπισε με επιτυχία έναν γενετικό παράγοντα κινδύνου που αύξησε τις πιθανότητες να βιώσουν οι ασθενείς απώλεια γεύσης ή όσφρησης έως και 11%.
Ωστόσο, σημείωσαν ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα.