Ατοπική δερματίτιδα: Ο ρόλος των φυτικών ινών στην αντιμετώπισή της
Οι φυτικές ίνες αποτελούν σημαντικό τμήμα της διατροφής, καθώς έχουν ουσιαστικό ρόλο στη συνολική μεταβολική λειτουργία του σώματος.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι βοηθούν στην πρόληψη ασθενειών όπως οι καρδιακές παθήσεις, ο διαβήτης και αρκετοί τύποι καρκίνου, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι οι φυτικές ίνες συμβάλλουν στη γενική υγεία του πεπτικού.
Οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Monash στην Αυστραλία ανακάλυψαν μέσω μελέτης σε ποντίκια ότι οι φυτικές ίνες που ζυμώνονται στο έντερο μπορούν να βοηθήσουν στην προστασία του δέρματος από την ατοπική δερματίτιδα.
Τι είναι η ατοπική δερματίτιδα
Η ατοπική δερματίτιδα, ευρέως γνωστή και ως έκζεμα, είναι μια χρόνια δερματοπάθεια που προκαλεί ξηρότητα και κνησμό.
Πρόκειται για φλεγμονώδη αντίδραση σε ορισμένα αλλεργιογόνα, όπως η γύρη των φυτών, το τρίχωμα των κατοικίδιων ζώων, περιβαλλοντικοί παράγοντες και τρόφιμα στα οποία ένα άτομο μπορεί να έχει αλλεργία. Το άγχος αποτελεί επίσης παράγοντας κινδύνου για ατοπική δερματίτιδα.
Δεν υπάρχει προς το παρόν θεραπεία για την ατοπική δερματίτιδα παρά μόνο για τη διαχείριση των συμπτωμάτων.
Το μικροβίωμα του εντέρου
Έρευνες έχουν δείξει ότι το μικροβίωμα του ανθρώπινου εντέρου έχει άμεσο αντίκτυπο στη συνολική υγεία του σώματος.
Η υγεία της εντερικής χλωρίδας μέσω της ισορροπίας των «καλών» βακτηρίων, υποστηρίζει το ανοσοποιητικό σύστημα.
Πολλά είναι επίσης τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη σχέση μεταξύ ενός υγιούς μικροβιώματος του εντέρου και της πρόληψης ασθενειών όπως η κατάθλιψη, ο διαβήτης, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και το εγκεφαλικό.
Πώς μπορεί το έντερο να επηρεάσει το δέρμα;
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ben Marsland, επικεφαλής του Εργαστηρίου Αναπνευστικής Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο Monash και επικεφαλής της νέας μελέτης, ο ίδιος και οι συνεργάτες του εξέτασαν πώς το μικροβίωμα του εντέρου μπορεί να επηρεάσει το δέρμα με βάση προηγούμενες έρευνες που είχαν πραγματοποιήσει για τη συσχέτιση μεταξύ του εντέρου και των πνευμόνων.
«Η προηγούμενη εργασία μας επικεντρώθηκε στον τρόπο με τον οποίο το μικροβίωμα του εντέρου επηρεάζει τον πνεύμονα, ένα φαινόμενο που αποκαλούμε "άξονα εντέρου-πνεύμονα"», δήλωσε ο Marsland.
«Προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει το μικροβίωμα του εντέρου στο δέρμα, και συγκεκριμένα, εάν το μικροβίωμα του εντέρου θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την προστασία από δερματικές παθήσεις όπως η ατοπική δερματίτιδα», πρόσθεσε.
Ο Marsland είπε ότι γνώριζαν ήδη ότι το μικροβίωμα του εντέρου μπορεί να επηρεάσει την εμφάνιση αλλεργιών, κυρίως επιδρώντας στο ανοσοποιητικό σύστημα. Στη συνέχεια εξέτασαν εάν αυτές οι αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα θα έφταναν μέχρι το δέρμα.
«Προς έκπληξή μας, ανακαλύψαμε ότι οι μεταβολίτες που παράγονται από το μικροβίωμα του εντέρου έδρασαν άμεσα στα κύτταρα του δέρματος, στα κερατινοκύτταρα και βελτίωσαν τον φραγμό του δέρματος. Το προστατευτικό αποτέλεσμα κατά της αλλεργίας δεν οφειλόταν σε αλλαγή στο ανοσοποιητικό σύστημα, οφειλόταν στην απευθείας επίδραση στο δέρμα».
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ποντίκια για να εξετάσουν πώς το έντερο μπορεί να βοηθήσει στην προστασία του δέρματος από τα αλλεργιογόνα.
Οι επιστήμονες τάισαν τα ποντίκια με μια ειδική δίαιτα πριν εκθέσουν το δέρμα τους σε αλλεργιογόνα ακάρεων οικιακής σκόνης.
Τα ποντίκια τράφηκαν είτε με δίαιτα ελέγχου, είτε με δίαιτα πλούσια σε φυτικές ίνες ή με δίαιτα χαμηλή σε φυτικές ίνες εμπλουτισμένη με βουτυρικό οξύ.
Η δίαιτα που ήταν πλούσια σε φυτικές ίνες περιείχε ινουλίνη, μια ζυμώσιμη ίνα που τροφοδοτεί τα καλά βακτήρια στο έντερο. Τα βακτήρια του εντέρου μετατρέπουν την ινουλίνη και άλλες ζυμώσιμες ίνες σε λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας (SCFAs), ένα από τα οποία είναι και το βουτυρικό οξύ.
«Τα λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας έχουν ένα ευρύ φάσμα επιδράσεων», εξήγησε ο Marsland. «Μια βασική επίδρασή τους είναι ότι μπορούν να λειτουργήσουν ως καύσιμο για το μεταβολισμό ορισμένων κυττάρων. Σε αυτή τη μελέτη, διαπιστώσαμε ότι το βουτυρικό οξύ «τροφοδότησε» τα κερατινοκύτταρα και αύξησε τη διαφοροποίησή τους, βελτιώνοντας την ποιότητα του δερματικού φραγμού».
«Εάν μπορούμε να βελτιώσουμε τον φραγμό του δέρματος, μπορεί να είμαστε σε θέση να προστατεύσουμε τους ανθρώπους, ιδιαίτερα αυτούς που κινδυνεύουν από αλλεργίες, από τις αυξανόμενες ανοσολογικές αντιδράσεις κατά των αλλεργιογόνων, οι οποίες θα μπορούσαν να προστατεύσουν από ασθένειες όπως η ατοπική δερματίτιδα, οι τροφικές αλλεργίες και το άσθμα», πρόσθεσε ο Marsland.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature.