Καλή φυσική κατάσταση: Πόσο μειώνει τον κίνδυνο Αλτσχάιμερ (έρευνα)
Λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν Αλτσχάιμερ έχουν οι άνθρωποι με καλή φυσική κατάσταση, σύμφωνα με νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Έντουαρντ Ζεμρίνι του Ιατρικού Κέντρου Βετεράνων της Ουάσιγκτον, οι οποίοι έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας στο Σιάτλ, ανέλυσαν στοιχεία για 649.605 ανθρώπους με μέση ηλικία 61 ετών, που παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο επί εννέα έτη και οι οποίοι δεν είχαν Αλτσχάιμερ στην αρχή της έρευνας. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες ανάλογα με τη φυσική κατάστασή τους, με βάση καρδιοπνευμονικές εξετάσεις και τεστ κόπωσης σε διάδρομο.
Έως το τέλος της πολυετούς μελέτης, η ομάδα με τη χειρότερη φυσική κατάσταση εμφάνισε Αλτσχάιμερ με συχνότητα 9,5 περιστατικών ανά 1.000 ανθρωπο-έτη, έναντι 6,4 περιστατικών της νόσου ανά 1.000 ανθρωπο-έτη στην ομάδα με την καλύτερη φυσική κατάσταση. Η πιθανότητα Αλτσχάιμερ μειωνόταν όσο η φυσική κατάσταση βελτιωνόταν: 8,5 περιστατικά/1.000 στη δεύτερη χειρότερη ομάδα, 7,4/1.000 στη μεσαία και 7,2/1.000 σε εκείνη με τη δεύτερη καλύτερη φυσική κατάσταση.
Η τελική «ετυμηγορία» της μελέτης, αφού ελήφθησαν υπόψη και άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πιθανότητα Αλτσχάιμερ, ήταν ότι οι άνθρωποι με την καλύτερη φυσική κατάσταση έχουν 33% μικρότερο κίνδυνο για τη συγκεκριμένη νευροεκφυλιστική ανίατη νόσο, σε σχέση με όσους έχουν τη χειρότερη φυσική κατάσταση. Εκείνοι στην αμέσως επόμενη καλύτερη ομάδα φυσικής κατάστασης έχουν 26% μικρότερο κίνδυνο, όσοι βρίσκονται στη μέση 20% μικρότερο κίνδυνο, ενώ εκείνοι με τη δεύτερη χειρότερη φυσική κατάσταση έχουν 13% μικρότερη πιθανότητα για Αλτσχάιμερ.
«Ένα σημαντικό εύρημα της μελέτης μας είναι ότι όσο βελτιώνεται η φυσική κατάσταση των ανθρώπων, ο κίνδυνος τους για νόσο Αλτσχάιμερ μειώνεται. Η ιδέα ότι μπορεί κανείς να μειώσει τον κίνδυνο για Αλτσχάιμερ απλώς με το να αυξήσει τη σωματική δραστηριότητά του, είναι πολύ ελπιδοφόρα, ιδίως από τη στιγμή που δεν υπάρχουν επαρκείς θεραπείες για να προλάβουν ή να σταματήσουν την πρόοδο της νόσου», δήλωσε ο Ζαμρίνι.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)