Καρκίνος τραχήλου μήτρας: Και στην Ελλάδα διαθέσιμη μία ολοκληρωμένη λύση
Ανανεώθηκε:
Διακεκριμένοι επιστήμονες τόσο από τον Ελλαδικό χώρο όσο και από τον διεθνή, συναντήθηκαν εφέτος στο Ευρωπαϊκό Σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε στα Ιωάννινα στις 16-19 Νοεμβρίου και παρουσίασαν τα νεότερα δεδομένα που αφορούν στην παθολογία τραχήλου, κολποσκόπηση, κυτταρολογία, ιστολογία και τους βιοδείκτες.
Σήμερα, πέρα από το Παπ τεστ, διαθέτουμε ποικίλες καινοτόμες μοριακές τεχνικές και βιοδείκτες για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, όπως τεχνικές σχετικά με τον αιτιολογικό παράγοντα της νόσου (HPV DNA testing), τεχνικές σχετικά με την πιθανή βιολογική συμπεριφορά (HPV E6/E7 mRNA testing), καθώς και ανοσοκυτταροχημικές τεχνικές (όπως η υπερέκφραση της p16).
Οι τεχνικές αυτές, στοχεύουν στη βελτίωση της πρόληψης, είτε λειτουργώντας συμπληρωματικά σε ένα παθολογικό Παπ Τεστ για την υποστήριξη της διάγνωσης, είτε ταυτόχρονα με το Παπ Τεστ (co-testing).
Ωστόσο, κάθε μια από τις μεθόδους παρουσιάζει τη δική της απόδοση και τα δικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ακόμα σήμερα συναίνεση ως προς το ποια μέθοδος είναι η ιδανική για τον αποδοτικό πληθυσμιακό έλεγχο και την αποτελεσματική διαχείριση των γυναικών με παθολογικό screening τραχήλου.
Σήμερα, στην Ευρώπη και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου, υπάρχει μεγάλη συζήτηση γύρω από το θέμα της χρήσης του HPV DNA test ως αρχικής ή επικουρικής εξέτασης πληθυσμιακού ελέγχου. Οι κατευθυντήριες οδηγίες στην Αμερική προτείνουν ως καλύτερη επιλογή την εφαρμογή Παπ τεστ στις γυναίκες ηλικίας 21-20 ετών και την ταυτόχρονη διενέργεια (co-testing) Παπ τεστ και HPV test στην ομάδα γυναικών 30-65 ετών.
Παρά τα αποτελέσματα της πρώτης εργασίας (Wright et al., 2015) που δημοσιεύθηκε για την αξιολόγηση του HPV DNA test ως αρχικής εξέτασης πληθυσμιακού ελέγχου (primary screening) ότι ο έλεγχος με μόνον το HPV DNA test είναι εξίσου αποτελεσματικός με τον έλεγχο με το Παπ τεστ στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών και με το co-testing σε γυναίκες πάνω από 30 ετών, μία πιο πρόσφατη μελέτη (Blatt et al., 2015), η οποία μάλιστα πραγματοποιήθηκε σε πολύ μεγάλο αριθμό γυναικών (256.648) καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα: Όταν ο πρωταρχικός έλεγχος γίνεται με μόνον το HPV DNA test, 1 στους 5 διηθητικούς καρκίνους μπορεί να διαφύγουν. Με άλλα λόγια, στο 18,6% των διηθητικών καρκίνων, το HPV DNA test έδωσε αρνητικό αποτέλεσμα, γεγονός που καθιστά σχεδόν απαγορευτική τη χρήση του HPV DNA Test ως μοναδικής εξέτασης πρωταρχικού πληθυσμιακού ελέγχου. Το σημαντικό στοιχείο της συγκεκριμένης μελέτης είναι ότι, σε αντίθεση με πολλές άλλες μεταξύ των οποίων και η μελέτη του Wright et al., στην ανάλυση περιέχεται μεγάλο πλήθος γυναικών με διηθητικό καρκίνο (ενδεικτικά, στη μελέτη αυτή υπήρχαν 526 γυναίκες με καρκίνο, ενώ στη μελέτη του Wright et al. υπήρχαν μόνον 8).
Μέσα στην αντιπαράθεση αυτή, δεδομένα από νέες μελέτες έρχονται να δείξουν πως η καλύτερη λύση ίσως είναι άλλη: το HPV mRNA Test.
Σύμφωνα με τη μελέτη των Iftner et al. (2015), οι οποίοι σύγκριναν το Παπ τεστ, το HC2 HPV DNA Test (HR-HPV) και το APTIMA Assay (HR-HPV mRNA Test) για τον προληπτικό πληθυσμιακό έλεγχο, η εξέταση APTIMA mRNA test ήταν η μοναδική που παρουσίασε ταυτόχρονα υψηλή ευαισθησία και υψηλή ειδικότητα στην ανίχνευση υψηλόβαθμων ενδοεπιθηλιακών βλαβών και καρκίνου, γεγονός που την αναδεικνύει ως μια ιδανική λύση προληπτικού ελέγχου. Τα αποτελέσματα της ανασκόπησης των Haedicke & Iftner (2016) σε μεγάλο αριθμό μελετών (62 δημοσιευμένες μελέτες) έρχονται να ενισχύσουν την πεποίθηση αυτή. Σύμφωνα με την ανασκόπηση αυτή, το APTIMA mRNA test επέδειξε στο σύνολο των μελετών παρόμοια ευαισθησία με ένα HPV DNA Test, αλλά ταυτόχρονα πολύ υψηλότερη ειδικότητα στην ανίχνευση υψηλόβαθμων ενδοεπιθηλιακών βλαβών και καρκίνου. Η χρήση του APTIMA οδηγεί σε μείωση έως και 23% του πλήθους των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων πληθυσμιακού ελέγχου, εξαιτίας της υψηλής ειδικότητας του τεστ.
Τα ανωτέρω οφείλονται στο γεγονός ότι τα τεστ που ανιχνεύουν το DNA του ιού (HPV DNA testing) δεν μπορούν να διακρίνουν μεταξύ λανθάνουσας και ενεργούς λοίμωξης, καθώς το DNA του ιού μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται αυτός (επισωματική ή ενσωματωμένη). Ο εντοπισμός της ύπαρξης αντιγράφων mRNA των Ε6/Ε7 αποτελεί πιο ακριβή μέθοδο, ενδεικτική της εξέλιξης προς κακοήθεια, συγκριτικά με την ανίχνευση του HPV DNA, καθώς μόνον η υπερέκφραση mRNA E6/E7 HPV τύπων υψηλού κινδύνου αποτελεί ένδειξη ενεργούς λοίμωξης και ογκογονικής δραστηριότητας, άρα και σημάδι έναρξης της καρκινογένεσης.
Σε περίπτωση, δε, απώλειας της L1 περιοχής εξαιτίας της ενσωμάτωσης του ιϊκού γονιδιώματος σε αυτό του ξενιστή, οι τεχνικές HPV DNA testing θα καθορίσουν λανθασμένα το δείγμα σαν αρνητικό, παρά το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει επιθετική δραστηριότητα, σοβαρού βαθμού αλλοίωση ή και καρκίνος!
Τα αποτελέσματα διαφόρων ερευνητικών εργασιών που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο, δείχνουν, σε συμφωνία με πλήθος άλλων μελετών από τη διεθνή βιβλιογραφία, πως ο συνδυασμός ThinPrep Παπ Τεστ με APTIMA mRNA τεστ, αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη λύση για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας που υπάρχει σήμερα διαθέσιμη.