Σχέση ηλικίας και υπογονιμότητας στον άνδρα
από τη δρ. Ελένη Κοντογιάννη
Η επίδραση της ηλικίας της γυναίκας στην αναπαραγωγή της ικανότητα έχει γίνει αντικείμενο πολλών μελετών. Οι γυναίκες μετά τα 35 τους χρόνια έχουν αυξημένο κίνδυνο υπογονιμότητας, αποβολών και συγκεκριμένων χρωμοσωμικών ανωμαλιών στο έμβρυο (Menken et al, 1986, Andersen et al, 2000).
Η συμβολή της ηλικίας του πατέρα στη γονιμότητα είχε για πολλά χρόνια αγνοηθεί. Μερικές εργασίες έδειχναν ότι η αυξημένη πατρική ηλικία σχετίζεται με μεγαλύτερη δυσκολία επίτευξης εγκυμοσύνης, και αυξάνει τα ποσοστά αποβολών και γενετικών παθήσεων (Ford et al, 2000, Kidd et al, 2001). Η επίδραση της πατρικής ηλικίας στην καθυστέρηση επίτευξης εγκυμοσύνης θεωρήθηκε αρχικά ότι μπορεί να είναι αποτέλεσμα μειωμένης σεξουαλικής δραστηριότητας, μια και στην στατιστική ανάλυση των φυσικών συλλήψεων είναι πιο δύσκολη η διάκριση μεταξύ συχνότητας της σεξουαλικής επαφής και βιολογικής επίδρασης της ηλικίας. Πρόσφατες μελέτες διασαφηνίζουν περισσότερο το θέμα και δείχνουν ότι για την γονιμότητα η ηλικία των 40 ετών για τον άνδρα μπορεί να είναι ότι και τα 35 για την γυναίκα (Rochebrochard et al, 2003; Rochebrochard et al, 2006).
Οι εργασίες αυτές δείχνουν ότι η γονιμότητα στον άντρα δεν μειώνεται μόνο λόγω της χαμηλότερης συχνότητας σεξουαλικών επαφών. Σε σύγκριση με τους άντρες 22-30 ετών, το ηλικιακό γκρουπ 40-60 δείχνει 5 φορές περισσότερα θραύσματα στο DNA, κάτι που σχετίζεται με υπογονιμότητα και αυξημένο κίνδυνο γενετικών ανωμαλιών στους απογόνους (Wyrobek et al, 2006). Παρότι ο αριθμός και η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων δεν μειώνονται σημαντικά με την ηλικία, μεταλλάξεις που οδηγούν σε αχονδροπλασία αυξάνονται με ρυθμό 2-3% το χρόνο (Wyrobek et al, 2006).
Επίσης, ο κίνδυνος αποβολών αυξάνει με την ηλικία του άντρα. Σε ζευγάρια όπου οι ηλικίες της μητέρας και του πατέρα αναλύθηκαν ταυτόχρονα, βρέθηκε ότι ο κίνδυνος αποβολής ήταν υψηλότερος αν η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών, αλλά η αύξηση του κινδύνου είναι πολύ υψηλότερη σε ζευγάρια με γυναίκα άνω των 35 και άντρα άνω των 40 ετών (Rochebrochard & Thonneau, 2002).
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η ανδρική γονιμότητα μειώνεται με την ηλικία. Οι εργασίες των Kidd et al (2001) και Ford et al (2000) δείχνουν ότι οι άντρες πάνω από 35 έχουν διπλάσιες πιθανότητες να είναι υπογόνιμοι σε σύγκριση με τους άντρες μικρότερους από 25. Επίσης, σε ζευγάρια που υποβάλλονται σε θεραπεία γονιμότητας με ενδομητρική σπερματέγχυση, ο χρόνος που απαιτείται για την επίτευξη εγκυμοσύνης αυξάνεται σημαντικά με την ηλικία. Αφού συνυπολογίσουμε την επίδραση της μητρικής ηλικίας στα αποτελέσματα, οι άντρες μεγαλύτεροι των 35 είχαν 50% χαμηλότερο ποσοστό εγκυμοσύνης απ' ότι άντρες μικρότεροι των 30 (Mathieu et al 1995).
Πώς συνδέεται η υγεία του παιδιού με την ηλικία του πατέρα;
Παρότι οι περισσότερες αριθμητικές χρωμοσωματικές ανωμαλίες στα σπερματοζωάρια δεν αυξάνονται ιδιαίτερα με την ηλικία του άντρα, υπάρχει στατιστικά σημαντική αύξηση σε δομικές ανωμαλίες (Plas E et al, 2000, Fisch et al, 2003). Επίσης η μελέτη των Lowe et al (2001) έδειξε ότι οι πατέρες παιδιών με σύνδρομο Klinefelter είχαν υψηλότερο ποσοστό σπερματοζωαρίων ΧΥ από ότι ο γενικός πληθυσμός και ότι η συχνότητα αυτή αυξάνει με την ηλικία. Συγκεκριμένα, οι πατέρες στην ηλικία των 30 είχαν συχνότητα ΧΥ σπερματοζωαρίων 10% υψηλότερη σε σύγκριση με τους εικοσάχρονους. Η συχνότητα αυτή είναι 160% υψηλότερη στους πατέρες στα 50 τους χρόνια (Lowe et al, 2001). Επίσης, οι απόγονοι ανδρών που τεκνοποίησαν σε ηλικία μεγαλύτερη των 45-50 ετών, έχουν υψηλότερη πιθανότητα για περίπου 20 αυτοσωμικές επικρατείς γενετικές ασθένειες, στις οποίες περιλαμβάνονται η αχονδροπλασία, το σύνδρομο Marfan, το σύνδρομο Apert, ο καρκίνος του προστάτη και η σχιζοφρένεια (Glaser et al, 2003; Wyrobek et al, 2006).
Ειδικά για την σχιζοφρένεια, ένα στα τέσσερα περιστατικά θεωρείται ότι σχετίζεται με την προχωρημένη ηλικία του πατέρα. Έρευνα στα αρχεία των ψυχιατρικών κλινικών της Αμερικής που εξέτασε το ιστορικό ενενήντα χιλιάδων ασθενών απέδειξε τον παραπάνω ισχυρισμό. Αποδείχθηκε ότι οι ασθενείς με σχιζοφρένεια είχαν διπλάσια πιθανότητα να προέρχονται από έναν πατέρα σαράντα πέντε έως σαράντα εννέα ετών παρά από έναν πατέρα είκοσι πέντε ετών. Για τους άντρες άνω των πενήντα ετών η πιθανότητα αυτή τριπλασιάζεται (Malaspina et al, 2001)
Οι μηχανισμοί δεν έχουν διαλευκανθεί πλήρως, αλλά πιθανή αιτία είναι ότι στο αντρικό γεννητικό σύστημα τα σπερματοζωάρια διαιρούνται συνεχώς και καθώς το DNA αντιγράφεται, αυξάνεται η πιθανότητα μιας μετάλλαξης.
Ο ρυθμός των μεταλλάξεων φαίνεται ότι αυξάνει παράλληλα με την ηλικία του άνδρα. Μία μελέτη του Αμερικανικού Κολεγίου της Ιατρικής Γενετικής έχει δείξει ότι αυτός ο κίνδυνος είναι τέσσερις έως πέντε φορές μεγαλύτερος για έναν πατέρα άνω των σαράντα πέντε ετών σε σχέση με έναν 20 ετών και για αυτό το λόγο, η Αμερικανική Εταιρεία Γονιμότητας (AFS) συνιστά το όριο ηλικίας για τους δότες σπέρματος να είναι στα 50 έτη (Plas et al, 2000).
Σήμερα, υπάρχουν για πρώτη φορά ισχυρές ενδείξεις ότι υπάρχει έντονη επίδραση της ηλικίας του πατέρα στην πιθανότητα σύλληψης και έκβασης της εγκυμοσύνης και ότι επηρεάζει όχι μόνο από τα επίπεδα σεξουαλικής δραστηριότητας αλλά και από τη βιολογική γήρανση.
Γενικά υπάρχει η τάση για τα ζευγάρια στις δυτικές κοινωνίες να αναβάλουν την εγκυμοσύνη για μεγαλύτερες ηλικίας από ότι στο παρελθόν. Παρότι είναι συχνή η συμβουλή για της γυναίκες να υπολογίζουν το θέμα της ηλικίας σαν παράγοντα υπογονιμότητας, τώρα φαίνεται ότι δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας και ότι, στην αναπαραγωγή, η ηλικία δεν είναι θέμα μόνο της γυναίκας αλλά και του άνδρα.
Πηγή: embryology.gr