Χρόνιος βήχας ή «σύνδρομο υπερευαισθησίας στον βήχα»: Νέο φάρμακο μετριάζει τα συμπτώματα
Ένα νέο φάρμακο (Gefaxipant), που δοκιμάστηκε στο πλαίσιο δύο κλινικών δοκιμών, διαπιστώθηκε ότι μπορεί να μετριάσει τον χρόνιο βήχα και να μειώσει τη συχνότητά του, ακόμη και σε ανθρώπους που βασανίζονται από τέτοιο πρόβλημα για περισσότερα από 15 χρόνια.
Εκτιμάται ότι το 4% έως 10% των ενηλίκων παγκοσμίως έχουν ανεξήγητο χρόνιο βήχα, που διαρκεί πάνω από δύο μήνες. Μερικοί άνθρωποι βήχουν χιλιάδες φορές μέσα στην ημέρα για χρόνια, κάτι που τους εξαντλεί, προκαλώντας επίσης και άλλα προβλήματα (κοιλιακοί πόνοι, ακράτεια ούρων στις γυναίκες, άγχος, κατάθλιψη, αϋπνία κ.ά.).
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για το πρόβλημα. Σε μη καπνιστές με χρόνιο βήχα, μία πιθανή αιτία είναι κάποια πάθηση, όπως άσθμα, γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση ή η έκθεση σε σκόνη και άλλες ουσίες στη δουλειά τους. Όμως, δεν έχουν χρόνιο βήχα όλοι οι άνθρωποι με άσθμα, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει και κάποια άλλη αιτία, γι' αυτό πολλοί ασθενείς δεν ανταποκρίνονται στις υπάρχουσες θεραπείες.
Όταν ο βήχας παραμένει ανεξήγητος και δεν ανταποκρίνεται σε καμία θεραπεία, ο ασθενής μπορεί να θεωρηθεί ότι πάσχει από «σύνδρομο υπερευαισθησίας στον βήχα», για το οποίο δεν υπάρχει έως τώρα καμία ασφαλής και αποτελεσματική σε βάθος χρόνου θεραπεία. Το νέο φάρμακο, που αρχικά προοριζόταν για αναλγητικό αλλά στην πορεία ανακαλύφθηκαν οι ικανότητές του να μειώνει τον χρόνιο βήχα, φαίνεται να είναι το πρώτο που πετυχαίνει κάτι τέτοιο, μπλοκάροντας έναν κυτταρικό υποδοχέα (Ρ2Χ3) του νευρικού συστήματος, ο οποίος εμπλέκεται στην πρόκληση του βήχα.
Οι δύο τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες με ψευδοφάρμακο (πλασίμπο) και διπλά «τυφλές» κλινικές δοκιμές φάσης 2 (ούτε οι ασθενείς ούτε οι γιατροί γνώριζαν ποιος είχε πάρει το φάρμακο και ποιος όχι) έδειξαν ότι σε χαμηλές δόσεις το Gefaxipant μπορεί να μετριάσει τον χρόνιο βήχα, με ελάχιστες παρενέργειες. Σε υψηλότερες δόσεις το φάρμακο, το οποίο αναπτύχθηκε από τη φαρμακευτική εταιρεία MSD, που χρηματοδότησε και τις κλινικές μελέτες, μπορεί να αλλοιώσει την αίσθηση της γεύσης (δυσγευσία).
Η μία μελέτη, με επικεφαλής την καθηγήτρια Πνευμονολογίας Τζάκι Σμιθ του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, που δημοσιεύθηκε στο πνευμονολογικό περιοδικό «The Lancet Respiratory Medicine», διήρκεσε 12 εβδομάδες και έγινε σε 253 ασθενείς από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ με μέση ηλικία 60 ετών και με πολυετή βήχα (25 έως 30 φορές την ώρα επί 15 χρόνια κατά μέσο όρο). Το 80% των ασθενών ανταποκρίθηκαν καλά σε δόση 50 μιλιγκράμ του φαρμάκου (μείωση 67% του βήχα), ενώ οι μικρότερες δόσεις των 7,5 mg και 20 mg επέφεραν μείωση του βήχα κατά 52%.
Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι σημαντική μείωση του βήχα υπήρξε και στην ομάδα των ασθενών που πήραν το εικονικό φάρμακο (πλασίμπο). Κάτι που έχει διαπιστωθεί και σε άλλες κλινικές μελέτες φαρμάκων για τον βήχα και δείχνει πόσο σημαντική είναι για έναν άνθρωπο η προοπτική και η προσδοκία μίας θεραπείας και πόσο αυτό έχει επίπτωση στον νου και τελικά στο σώμα του.
Η δεύτερη μικρότερη μελέτη, διάρκειας 16 ημερών, που έγινε σε 57 ασθενείς και δημοσιεύθηκε στο ευρωπαϊκό πνευμονολογικό περιοδικό «European Respiratory Journal», έδειξε την αποτελεσματικότητα του νέου φαρμάκου σε δόσεις των 30 mg.
Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη δύο μεγαλύτερες διεθνείς κλινικές δοκιμής φάσης 3 για να επιβεβαιώσουν την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της νέας θεραπείας, ώστε να πάρει έγκριση κυκλοφορίας. Είναι, πάντως, ακόμη άγνωστο αν και πότε το φάρμακο, που δεν θεραπεύει αλλά μετριάζει τον χρόνιο βήχα, θα είναι διαθέσιμο.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)