ΥΓΕΙΑ

Ορμονοεξαρτώμενος καρκίνος του μαστού: Ο ρόλος του σωματικού λίπους

Σινάνη Αικατερίνη

Περίπου το 40% των μετεμμηνοπαυσιακών περιπτώσεων καρκίνου του μαστού θετικού σε υποδοχείς οιστρογόνων, μπορεί να συνδέεται με τα υψηλά επίπεδα σωματικού λίπους, σύμφωνα με νέα ισπανική έρευνα.

Ορμονοεξαρτώμενος καρκίνος του μαστού: Ο ρόλος του σωματικού λίπους

Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο από το ένα στα 10 τέτοια περιστατικά που αποδίδονται σήμερα στο υπερβολικό βάρος, με τη χρήση του ευρέως χρησιμοποιούμενου μέτρου του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), και δείχνει ότι η πραγματική επίπτωση της παχυσαρκίας στον κίνδυνο καρκίνου του μαστού έχει πιθανότατα υποτιμηθεί, λένε οι ερευνητές.

Ο ΔΜΣ δεν είναι απαραίτητα ένα ακριβές μέτρο υπολογισμού του σωματικού λίπους, ιδίως σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, επειδή δεν λαμβάνει υπόψη την ηλικία, το φύλο ή την εθνικότητα, σημειώνουν οι ερευνητές.

Για τον λόγο αυτό συνέκριναν τον ΔΜΣ με το CUN-BAE (Clínica Universidad de Navarra-Body Adiposity Estimator), ένα δείκτη σωματικού λίπους που λαμβάνει υπόψη την ηλικία και το φύλο, σε 1.033 λευκές μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με καρκίνο του μαστού και 1.143 γυναίκες χωρίς τη νόσο, αντίστοιχης ηλικίας και γεωγραφικής περιοχής.

Όλες οι γυναίκες έλαβαν μέρος σε πολυκεντρική ισπανική μελέτη, η οποία στοχεύει την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων που σχετίζονται με τον καρκίνο του εντέρου, του μαστού, του στομάχου και του προστάτη και τη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία στις ηλικίες 20-85 ετών.

Οι συμμετέχουσες ρωτήθηκαν σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου που ενδέχεται να επηρεάσουν την υγεία τους: κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία, τρόπος ζωής, προσωπικό/οικογενειακό ιατρικό και αναπαραγωγικό ιστορικό.

Οι διατροφικές πληροφορίες συλλέχθηκαν μέσω ενός ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης συγκεκριμένων τροφίμων και της συνήθους κατανάλωσης αλκοόλ μεταξύ των ηλικιών 30 και 40 ετών.

Ο δείκτης CUN-BAE κατηγοριοποιεί το σωματικό λίπος σε: κάτω από 35%, 35-39,9%, 40-44,9% και 45% και άνω.

Ο ΔΜΣ ταξινομεί το βάρος ως εξής: κάτω από 25 kg/m2 / 25-29,9 / 30-34,9 και 35 και πάνω.

Ο μέσος ΔΜΣ ήταν λίγο πάνω από 26 στην ομάδα σύγκρισης και λίγο πάνω από 27 στις γυναίκες με καρκίνο του μαστού. Ο μέσος δείκτης CUN-BAE ήταν λίγο κάτω από 40% και σχεδόν 40,5%, αντίστοιχα.

Δείκτης Μάζας Σώματος κάτω από 25 (τιμή αναφοράς) παρατηρήθηκε στο 45% των γυναικών που αποτέλεσαν την ομάδα σύγκρισης και στο 37% των γυναικών με καρκίνο του μαστού.

ΔΜΣ 30 και άνω, που σημαίνει παχυσαρκία, παρατηρήθηκε στο 20% της ομάδας σύγκρισης και σε λίγο πάνω από το 24% των γυναικών με καρκίνο, αντίστοιχα.

CUN-BAE κάτω του 35% (τιμή αναφοράς) παρατηρήθηκε στο 20,5% των γυναικών της ομάδας σύγκρισης και στο 16% εκείνων με καρκίνο του μαστού. Αντίστοιχα, CUN-BAE 40% ή άνω παρατηρήθηκε σε λίγο πάνω από το 46% των γυναικών στην ομάδα σύγκρισης και στο 53% εκείνων με καρκίνο του μαστού.

Ένας CUN-BAE 45% ή πάνω συσχετίστηκε με υπερδιπλασιασμό του κινδύνου εμφάνισης μετεμμηνοπαυσιακού καρκίνου του μαστού σε σύγκριση με ένα CUN-BAE κάτω του 35%.

Δεν παρατηρήθηκε παρόμοια τάση για τον ΔΜΣ, γεγονός που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το 23% των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού αποδίδονταν σε υπερβολικό σωματικό λίπος με τη χρήση του ΔΜΣ, αλλά το 38% με τη χρήση του CUN-BAE.

Ωστόσο, οι διαφορές αυτές ήταν εμφανείς μόνο για τους ορμονοθετικούς ή ορμονοεξαρτώμενους καρκίνους (680 περιπτώσεις), για τους οποίους τα εκτιμώμενα ποσοστά που αποδίδονταν στην περίσσεια σωματικού λίπους ήταν 20% (ΔΜΣ) και 42% (CUN-BAE), αντίστοιχα.

Οι αιτιολογικοί παράγοντες δεν μπορούν να προσδιοριστούν από τα ευρήματα αυτής της μελέτης, λένε οι ερευνητές, οι οποίοι αναγνωρίζουν επίσης ότι ο δείκτης CUN-BAE υπολογίστηκε σε δείγμα ανθρώπων που έκαναν καθιστική ζωή και ο αριθμός των καρκίνων του μαστού που δεν ήταν ορμονοεξαρτώμενοι ήταν μικρός.

«Τα αποτελέσματα της μελέτης μας δείχνουν ότι το υπερβολικό σωματικό λίπος αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για ορμονοεξαρτώμενο καρκίνο του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και ότι η επίπτωση στον πληθυσμό μπορεί να υποεκτιμάται όταν χρησιμοποιούνται οι παραδοσιακές εκτιμήσεις του ΔΜΣ. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πιο ακριβείς μετρήσεις του σωματικού λίπους, όπως ο CUN-BAE, όταν εκτιμάται το καρκινικό φορτίο που αποδίδεται στην παχυσαρκία στον μετεμμηνοπαυσιακό καρκίνο του μαστού».

Αυτό είναι ζωτικής σημασίας για τον σχεδιασμό αποτελεσματικών στρατηγικών πρόληψης, καταλήγουν.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Epidemiology & Community Health.

Πηγή: Medical express