Γιατί δεν πρέπει να δίνετε τάμπλετ στα νήπια
Η χρήση των tablet ως «ηλεκτρονικών μπέιμπι σίτερ» στα νήπια μπορεί να οδηγήσει σε εκρήξεις θυμού, που με τη σειρά τους αναγκάζουν τους γονείς να δίνουν κάθε φορά τις ηλεκτρονικές συσκευές στα παιδιά στην προσπάθειά τους να τα ηρεμήσουν.
Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος που λαμβάνει χώρα στα πρώτα χρόνια της ζωής πολλών Καναδών, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές.
«Η χρήση tablet στην πρώιμη παιδική ηλικία μπορεί να διαταράξει την ικανότητα διαχείρισης του θυμού και της απογοήτευσης και να οδηγήσει σε έντονα ξεσπάσματα στα μικρά παιδιά», είναι το συμπέρασμα των ερευνητών.
Επικεφαλής της έρευνας ήταν η Caroline Fitzpatrick, καθηγήτρια εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του Sherbrooke στο Κεμπέκ.
Η Fitzpatrick και οι συνεργάτες της αναφέρουν ότι η προσχολική ηλικία είναι «μια ευαίσθητη περίοδος για την ανάπτυξη δεξιοτήτων διαχείρισης των συναισθημάτων».
Τα μωρά είναι συχνά επιρρεπή στο κλάμα και τις φωνές. Καθώς μεγαλώνουν όμως και περνούν από τη νηπιακή στην παιδική ηλικία, ελέγχουν καλύτερα τις εκφράσεις θυμού και απογοήτευσης.
Χρειάζονται βέβαια την προσοχή των γονέων για να το κάνουν αυτό.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα νήπια μαθαίνουν να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους με δύο τρόπους: είτε καθοδηγούμενα από τους γονείς τους, οι οποίοι τα βοηθούν να ελέγξουν τις συναισθηματικές τους εκρήξεις είτε παρακολουθώντας και μιμούμενα τον τρόπο που οι ενήλικες αντιμετωπίζουν τα δικά τους συναισθήματα.
Όλο και περισσότερο όμως πλέον, τα νήπια αλληλεπιδρούν με οθόνες και όχι με τη μαμά ή τον μπαμπά, δήλωσαν οι ερευνητές.
Σύμφωνα με μια αμερικανική έρευνα, τα περισσότερα παιδιά ηλικίας 4 ετών έχουν τη δική τους κινητή συσκευή και εξαιτίας και της πανδημίας, ο χρόνος που περνά ένα μικρό παιδί κοιτάζοντας οθόνες αυξήθηκε από 5 λεπτά κατά μέσο όρο την ημέρα το 2020 σε 55 λεπτά την ημέρα το 2022.
Προηγούμενη μελέτη που διεξήχθη από την ίδια ομάδα διαπίστωσε ότι τα ξεσπάσματα των νηπίων αυξήθηκαν, καθώς αυξανόταν ο χρόνος που περνούσαν στις οθόνες.
Η νέα μελέτη επιχείρησε να επιβεβαιώσει το εύρημα και στη συνέχεια να εξακριβώσει αν θα μπορούσε να ισχύει και το αντίστροφο: Τα παιδιά που δεν κατάφεραν να αναπτύξουν συναισθηματική ρύθμιση, να είναι πιο επιρρεπή στην υπερβολική χρήση tablet.
Για να το διαπιστώσουν, έδωσαν ερωτηματολόγια σε 315 γονείς παιδιών ηλικίας 3,5 ετών στην καναδική επαρχία της Νέας Σκωτίας. Παρακολούθησαν την καθημερινή χρήση οθόνης και τη συναισθηματική ρύθμιση κάθε παιδιού από την ηλικία των 3,5 έως την ηλικία των 5,5 ετών (μεταξύ 2020 και 2022).
Μεταξύ των ηλικιών 3,5 και 5,5 ετών, η χρήση των tablet από τα παιδιά αυξήθηκε από 6,5 ώρες κατά μέσο όρο την εβδομάδα σε περίπου 7.
Η ομάδα της Fitzpatrick διαπίστωσε ότι η αύξηση παρακολούθησης οθονών κατά μία ώρα την ημέρα στην ηλικία των τρεισήμισι ετών, αντιστοιχούσε σε ένα σημαντικό άλμα στα επίπεδα θυμού/απογοήτευσης του συγκεκριμένου παιδιού μόλις ένα χρόνο αργότερα.
Αυτό το σχετικά υψηλό επίπεδο συναισθηματικής αναστάτωσης στην ηλικία των 4,5 ετών συνδέθηκε στη συνέχεια με την αύξηση της χρήσης των ηλεκτρονικών συσκευών από το παιδί όταν έφτασε στην ηλικία των 5,5 ετών, διαπίστωσαν οι ερευνητές.
Συνολικά, «τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η χρήση tablet στην πρώιμη παιδική ηλικία μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός κύκλου που είναι επιζήμιος για τη διαχείριση των συναισθημάτων», κατέληξαν οι ερευνητές.
Τίποτα από αυτά δεν αποτελεί έκπληξη, είπαν, καθώς είναι γνωστό ότι «τα παιδιά που είναι πιο προκλητικά και λιγότερο καλά ρυθμισμένα συναισθηματικά, τείνουν να εκτίθενται για περισσότερο χρόνο στις οθόνες από τους γονείς τους. Οι γονείς αναφέρουν ότι χρησιμοποιούν τις οθόνες ως εργαλείο ηρεμίας για να βοηθήσουν στη διαχείριση των συναισθηματικών εκρήξεων των μικρών παιδιών», δήλωσαν οι ερευνητές, αν και αυτή η παρόρμηση θα μπορούσε απλώς να διαιωνίζει τον κύκλο.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς για να περιορίσουν τα ξεσπάσματα των νηπίων σε αυτό το περιβάλλον;
«Νομίζω ότι όλα πρέπει να γίνονται με μέτρο. Για παράδειγμα, αν πρόκειται να αφήσετε τα παιδιά να χρησιμοποιήσουν το iPad, τότε θα έλεγα να ορίσετε ένα λογικό χρονικό διάστημα στο μυαλό σας», δήλωσε ο Δρ. Scott Krakower, παιδοψυχίατρος στο Νοσοκομείο Northwell Zucker Hillside της Νέας Υόρκης.
Η αλληλεπίδραση γονέα και παιδιού είναι πάντα το προτιμώμενο μέσο για να βοηθηθεί ένα νήπιο να αναπτυχθεί συναισθηματικά. Η αποτυχία να το κάνει, θα μπορούσε να βλάψει ένα παιδί μακροπρόθεσμα.
Η ικανότητα των παιδιών να αποφεύγουν τα ξεσπάσματα θυμού παίζει «σημαντικό ρόλο στην ικανότητα να καθυστερούν την ικανοποίηση και να ανταποκρίνονται με επιτυχία στις απαιτήσεις της πρώιμης εκπαίδευσης και της μελλοντικής υγείας», σημείωσαν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Pediatrics.