Αναπνοή από τη μύτη ή το στόμα; Ποια αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών
Όσοι αναπνέουν κυρίως από το στόμα και όχι από τη μύτη, επιβαρύνουν την υγεία τους, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.
Η αναπνοή από τη μύτη μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερη αρτηριακή πίεση και να χαλαρώσει το σώμα, μειώνοντας τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, διαπίστωσαν οι ερευνητές.
«Η μελέτη αυτή διευρύνει τις γνώσεις μας για το πώς η ρινική αναπνοή επηρεάζει κλινικά σημαντικές καρδιαγγειακές μεταβλητές», κατέληξαν οι ερευνητές με επικεφαλής τον Joseph Watso, επίκουρο καθηγητή υγείας και ανθρωπιστικών επιστημών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλόριντα.
Περισσότεροι από τους μισούς ενήλικες στις ΗΠΑ δηλώνουν ότι αναπνέουν κυρίως από το στόμα και όχι από τη μύτη.
Ο τρόπος αναπνοής μπορεί να επηρεάσει την αρτηριακή πίεση και τον καρδιακό ρυθμό, που είναι δύο προγνωστικοί παράγοντες καρδιακών παθήσεων, λόγω της διασταυρούμενης σχέσης αναπνευστικού και κυκλοφορικού συστήματος.
Έχει αποδειχθεί ότι η αναπνοή από τη μύτη χαλαρώνει τους αεραγωγούς και βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της αναπνοής, αλλά μέχρι τώρα δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως οι επιπτώσεις της στην υγεία της καρδιάς.
Οι ερευνητές μελέτησαν 20 νεαρούς ενήλικες εθελοντές, από τους οποίους ζητήθηκε τυχαία να αναπνέουν είτε από τη μύτη είτε από το στόμα, ενώ βρίσκονταν σε ηρεμία ή γυμνάζονταν σε διάδρομο ή στατικό ποδήλατο.
Διαπίστωσαν ότι σε κατάσταση ηρεμίας είχαν χαμηλότερη μέση και διαστολική αρτηριακή πίεση όταν ανέπνεαν από τη μύτη. Η διαστολική πίεση είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών όταν η καρδιά ξεκουράζεται.
Η ρινική αναπνοή μετατόπιζε επίσης το νευρικό σύστημα του οργανισμού σε κατάσταση «ανάπαυσης και πέψης» αντί σε κατάσταση «μάχης ή φυγής», πρόσθεσαν οι ερευνητές.
Ωστόσο, αυτό συνέβαινε μόνο κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης. Κατά την άσκηση, δεν φάνηκε να υπάρχει διαφορά μεταξύ της ρινικής ή της στοματικής αναπνοής.
«Ερμηνεύουμε τα συλλογικά δεδομένα έτσι ώστε να υποδηλώνουμε ότι η ρινική σε σύγκριση με την από του στόματος αναπνοή παρέχει μέτριες, αλλά δυνητικά κλινικά σημαντικές, βελτιώσεις στις προγνωστικές καρδιαγγειακές μεταβλητές σε κατάσταση ηρεμίας, αλλά όχι κατά τη διάρκεια της άσκησης», έγραψαν οι ερευνητές.
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση American Journal of Physiology-Regulatory, Integrative and Comparative Physiology.