Έχετε χρόνιο νόσημα; Τι πρέπει να γνωρίζετε για τη διατροφή, τον ύπνο και την άσκηση
Οι χρόνιες ασθένειες συνδέονται με κακή γενική υγεία, αναπηρία και πρόωρη θνησιμότητα, αυξάνοντας τις δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης.
Στο δυτικό κόσμο, οι χρόνιες παθήσεις οφείλονται στον ανθυγιεινό τρόπο ζωής, τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες και το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής.
Ο τρόπος ζωής είναι η πιο σημαντική και ταυτόχρονα η πιο ελεγχόμενη παράμετρος που επηρεάζει τη συνολική υγεία και την ανθεκτικότητα στις ασθένειες. Ο αριθμός των πασχόντων με χρόνια νοσήματα προκαλεί παγκόσμια ανησυχία, καθώς αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό θανάτων.
Σε πρόσφατο άρθρο τους, οι ερευνητές περιέγραψαν το ρόλο της τακτικής άσκησης, της ισορροπημένης διατροφής και του επαρκούς ύπνου στην πρόληψη των χρόνιων ασθενειών.
Επίδραση της διατροφής, της άσκησης και του ύπνου στην υγεία
Ο υγιεινός τρόπος ζωής περιλαμβάνει την κατανάλωση θρεπτικών τροφών, την τακτική άσκηση και την επαρκή ανάπαυση και μπορεί να αποτρέψει σε μεγάλο βαθμό τις χρόνιες ασθένειες.
Παρότι ο ύπνος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γενικής υγείας, ο αριθμός των ωρών ύπνου μειώνονται, ενώ ο επιπολασμός των διαταραχών ύπνου αυξάνεται.
Ο ύπνος είναι καθοριστικός παράγοντας της όρεξης και της επιλογής τροφών, με τη μείωση της διάρκειάς του να αυξάνει την πείνα, την όρεξη και την πρόσληψη τροφής.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η στέρηση ύπνου αυξάνει τα επίπεδα της γκρελίνης, της ορμόνης της πείνας στο αίμα, και την επιθυμία για την κατανάλωση φαγητού αργά το βράδυ.
Οι παρεμβάσεις μείωσης του βάρους έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην καρδιομεταβολική υγεία και την ποιότητα του ύπνου.
Ο χρόνος και η διάρκεια των φάσεων του ύπνου, επηρεάζει την όρεξη και τη διαχείριση της πείνας, υπογραμμίζοντας τη μεταβολική σημασία της ρύθμισης του κιρκάδιου ρυθμού. Το κοινωνικό jetlag (SJL), δηλαδή η διαφορά στις ώρες ύπνου μεταξύ των καθημερινών και των Σαββατοκύριακων, σχετίζεται με κακή μεταβολική υγεία.
Σύμφωνα με μια μελέτη, οι πρωινοί τύποι προσλαμβάνουν περισσότερες φυτικές ίνες, κάλιο, φώσφορο, μαγνήσιο και βιταμίνη Κ και λιγότερους υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, ολικά λιπίδια, αλάτι και κορεσμένα λιπαρά, αλλά και λιγότερες θερμίδες στο βραδινό.
Ο επιπολασμός του διαβήτη τύπου 2 έχει αυξηθεί στις ασιατικές χώρες. Οι καλές διατροφικές συνήθειες σχετίζονται με χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 στους ενήλικες ανάλογα με το φύλο τους. Η πάθηση είναι κοινή στους ηλικιωμένους, χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, παντρεμένους άνδρες που ζουν σε αγροτικές περιοχές.
Οι γυναίκες που δεν έχουν διαβήτη, προσλαμβάνουν περισσότερη βιταμίνη C, ασβέστιο, λιπαρά οξέα, ρετινόλη και βιταμίνη Β2 συγκριτικά με τους διαβητικούς.
Η επίδραση του υγιεινού τρόπου ζωής στις μεταβολικές ασθένειες και τον καρκίνο
Τα περισσότερα καρκινικά κύτταρα δημιουργούν μοναδικά μεταβολικά προφίλ καθώς η νόσος εξελίσσεται, καθιστώντας τα εξαιρετικά ευαίσθητα σε αλλαγές στη διατροφή και στο γενικό μεταβολικό προφίλ. Αυτές οι επιπτώσεις έχουν αυξήσει το ενδιαφέρον των ερευνητών του καρκίνου και των ογκολόγων για τις διατροφικές θεραπείες.
Για παράδειγμα, ο κίνδυνος καρκίνου του παχέος εντέρου (CRC) επηρεάζεται σημαντικά από τις διατροφικές συνήθειες και τη σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου. Η αλληλεπίδραση ωστόσο, μεταξύ των δύο παρέμενε άγνωστη μέχρι πρόσφατα.
Κινεζική μελέτη συνέκρινε δύο δίαιτες και τρεις μικροβιακούς εντεροτύπους για την ταξινόμηση 250 νεοπλασμάτων του παχέος εντέρου. Διαπιστώθηκε ότι οι υγιεινές δίαιτες που ήταν πλούσιες σε γαλακτοκομικά, φρούτα και λαχανικά μείωσαν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου.
Η σύνθεση της διατροφής και η ρύθμιση της μικροχλωρίδας του εντέρου επηρεάζουν συγκεκριμένες μεταβολικές ασθένειες, όπως η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος, μια κοινή μεταβολική διαταραχή.
Μέχρι στιγμής, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής έχουν αποδειχθεί οι πιο αποτελεσματικές στη θεραπεία της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος και των σχετικών επιπλοκών, όπως η στεατοηπατίτιδα και η κίρρωση του ήπατος.
Μελέτη που εξέτασε την επίδραση της μεσογειακής διατροφής και της άσκησης στο μεταβολισμό της γλυκόζης σε ασθενείς με λιπώδες ήπαρ, διαπίστωσε ότι τα άτομα με μέτρια έως σοβαρή στεάτωση εμφάνισαν σταθερή πτώση των επιπέδων γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), ενώ άτομα με μεταβολική δυσλειτουργία πρώιμου σταδίου, παρουσίασαν αυτή την επίδραση μετά από εννέα μήνες. Τα αποτελέσματα διήρκεσαν για ένα χρόνο.
Συμπερασματικά, οι συμπεριφορικές θεραπείες υποστηρίζουν τη μεταβολική υγεία προάγοντας αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως βελτίωση της διατροφής, αυξημένη σωματική δραστηριότητα, διαχείριση του στρες και μακροπρόθεσμες αλλαγές συμπεριφοράς.
Αυτές οι θεραπείες βοηθούν τους ασθενείς να διατηρήσουν ένα υγιές μεταβολικό προφίλ που χαρακτηρίζεται από υψηλή ευαισθησία στην ινσουλίνη και χαμηλή ευαισθησία σε μεταβολικές διαταραχές, όπως η παχυσαρκία και ο διαβήτης τύπου 2.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Nutrients.