ΥΓΕΙΑ

Δείκτης Μάζας Σώματος: Γιατί δεν είναι αρκετός για την αξιολόγηση της υγείας

Η Αμερικανική Ιατρική Ένωση ψήφισε πρόσφατα υπέρ της υιοθέτησης μιας νέας πολιτικής που ενθαρρύνει τους γιατρούς να μην βασίζονται μόνο στον ΔΜΣ για την αξιολόγηση του βάρους και της υγείας ενός ατόμου.

Δείκτης Μάζας Σώματος: Γιατί δεν είναι αρκετός για την αξιολόγηση της υγείας

Η νέα πολιτική χαρακτηρίζει «προβληματική» τη χρήση του ΔΜΣ και αναφέρει ότι αυτός ο δείκτης μέτρησης χρησιμοποιήθηκε για «φυλετικό αποκλεισμό».

Οι νέες συστάσεις αναμένεται να αποτελέσουν ένα πρώτο βήμα για την απομάκρυνση από το μοντέλο ιατρικής που προτρέπει τους ανθρώπους που βρίσκονται πάνω από ένα ορισμένο όριο βάρους να χάσουν κιλά, χωρίς να υπολογίζει τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η απώλεια βάρους, δήλωσε στους New York Times ο Δρ. Σκοτ Χέιγκαν, επίκουρος καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και ειδικός στην παχυσαρκία.

Η Δρ. Σάνον Έιμς, επίκουρη καθηγήτρια Ιατρικής και ειδικός στη διαχείριση βάρους στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας, δήλωσε ότι χρησιμοποιεί τον ΔΜΣ μαζί με άλλα κριτήρια, όπως το Edmonton Obesity Staging System, σε συνδυασμό με μια ιατρική επίσκεψη, προκειμένου να καταλήξει σε ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα για κάθε ασθενή.

«Η παχυσαρκία είναι πολύπλοκη ασθένεια και δεν μπορεί να μετρηθεί με ένα μόνο δείκτη», δήλωσε η καθηγήτρια στο CNN. «Υπάρχουν άτομα με υψηλό ΔΜΣ χωρίς ενδείξεις ασθενειών που συνήθως συνδέονται με αυξημένο βάρος, όπως υπέρταση, αποφρακτική άπνοια ύπνου και διαβήτη τύπου 2. Υπάρχουν όμως και κάποιοι άνθρωποι με μέτρια αυξημένο ΔΜΣ, οι οποίοι έχουν μεταβολικές διαταραχές που δυνητικά ανταποκρίνονται στην απώλεια βάρους», σημείωσε.

Η νέα πολιτική της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης αναγνωρίζει αυτούς τους περιορισμούς, σημειώνοντας ότι ο ΔΜΣ δεν κάνει διάκριση μεταξύ άλιπης και λιπώδους σωματικής μάζας και επισημαίνει ότι δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές μεταξύ φυλετικών και εθνοτικών ομάδων, φύλων και ατόμων διαφορετικών ηλικιών.

Για παράδειγμα, οι γυναίκες τείνουν να έχουν περισσότερο σωματικό λίπος από τους άνδρες, ενώ οι Ασιάτες έχουν περισσότερο σωματικό λίπος από τους λευκούς.

Προτείνει στους γιατρούς να εξετάζουν παράγοντες όπως το σπλαχνικό λίπος ενός ατόμου (το λίπος που αποθηκεύεται στην κοιλιακή κοιλότητα και γύρω από τα όργανα), τον δείκτη σωματικής παχυσαρκίας (ένας υπολογισμός που χρησιμοποιεί την περίμετρο των γοφών και το ύψος), το ποσοστό λίπους, οστών και μυών και τους γενετικούς και μεταβολικούς παράγοντες, όπως τα μη φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου ή τα προβλήματα θυρεοειδούς.

Ο ΔΜΣ δεν λαμβάνει επίσης υπόψη τα σημεία πού είναι συγκεντρωμένο το λίπος, στοιχείο που αποτελεί σαφή δείκτη κινδύνου για την υγεία τις τελευταίες δεκαετίες, δήλωσε ο Δρ. Ίθαν Γουάις, καρδιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο.

«Αν έχετε πολύ λίπος στην κοιλιά σας και γύρω από τα όργανά σας, δηλαδή σπλαχνικό λίπος, αυτό είναι κακό», εξήγησε. «Αν έχετε λίπος στους γοφούς, τα πόδια σας, τους μηρούς και τα οπίσθιά σας, αυτό είναι καλό» σημείωσε.

Το κοιλιακό λίπος σχετίζεται με υψηλότερα ποσοστά διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών παθήσεων, σε σύγκριση με το λίπος γύρω από τους γοφούς, εξήγησε η Λέσλι Χάινμπεργκ, διευθύντρια του Κέντρου Διαχείρισης Βάρους Enterprise της Κλινικής του Κλίβελαντ.

Η νέα πολιτική υπογραμμίζει επίσης ότι ο ΔΜΣ βασίστηκε κυρίως σε δεδομένα που αντλήθηκαν από προηγούμενες γενιές μη ισπανόφωνων λευκών ατόμων, γεγονός που καθιστά δύσκολη την εφαρμογή του μέτρου σε έναν ευρύτερο πληθυσμό.

«Πιο σημαντικό από τον ΔΜΣ, κατά τη γνώμη μου, είναι το κατά πόσον κάθε ασθενής πάσχει από μεταβολικό σύνδρομο», δήλωσε η Δρ. Γουίλα Σουέι, καθηγήτρια Ιατρικής και διευθύντρια του Ερευνητικού Κέντρου Διαβήτη και Μεταβολισμού στο Ιατρικό Κέντρο Wexner του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο. Τα αυξημένα τριγλυκερίδια, τα χαμηλά επίπεδα της λεγόμενης καλής χοληστερόλης, ο διαβήτης ή ο προδιαβήτης, η υψηλή αρτηριακή πίεση ή το υπερβολικό λίπος στο συκώτι, αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων συμπεριλαμβανομένων του εμφράγματος, του εγκεφαλικού και της καρδιακής ανεπάρκειας.

Πηγή: CNN