ΥΓΕΙΑ

Οιστρογόνα: Η προστατευτική τους επίδραση έναντι ισχαιμικών και αιμορραγικών εγκεφαλικών

Όσο περισσότερο εκτίθεται σε οιστρογόνα μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της, τόσο περισσότερο μειώνεται ο κίνδυνος εγκεφαλικού, δείχνει νέα μελέτη.

Οιστρογόνα: Η προστατευτική τους επίδραση έναντι ισχαιμικών και αιμορραγικών εγκεφαλικών

Οι ερευνητές παρακολούθησαν για μια δεκαετία 123.000 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες στην Κίνα αναφορικά με τον κίνδυνο εγκεφαλικού.

Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μεγαλύτερη αναπαραγωγική περίοδος πριν από την εμμηνόπαυση, συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο τόσο ισχαιμικού όσο και αιμορραγικού εγκεφαλικού.

Το ισχαιμικό εγκεφαλικό είναι η πιο κοινή μορφή εγκεφαλικού επεισοδίου, που προκαλείται από απόφραξη της ροής του αίματος στον εγκέφαλο. Ένα αιμορραγικό εγκεφαλικό προκαλείται από αιμορραγία στον εγκέφαλο.

«Τα ευρήματα ήταν απροσδόκητα και παρέχουν νέες γνώσεις για τη σύνδεση της αναπαραγωγικής διαδικασίας στις γυναίκες και τον κίνδυνο εγκεφαλικού», δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Peige Song, ερευνήτρια στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Zhejiang στο Hangzhou της Κίνας.

Η Song και οι συνεργάτες της εστίασαν σε μια ομάδα γυναικών μεταξύ 40 και 79 ετών. Καμία δεν είχε ιστορικό εγκεφαλικού όταν είχε εγγραφεί για πρώτη φορά σε προηγούμενη κινεζική μελέτη μεταξύ 2004 και 2008.

Οι ερευνητές ανέλυσαν αρχικά πληροφορίες για τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ζωής των γυναικών πριν μπουν στην εμμηνόπαυση.

Έλαβαν επίσης υπόψη πόσα παιδιά είχαν οι συμμετέχουσες και αν έπαιρναν ή όχι αντισυλληπτικά χάπια και για πόσο καιρό, καθώς και τα δύο συνήθως ανεβάζουν τα επίπεδα των οιστρογόνων. Καταγράφηκαν επίσης λεπτομέρειες αναφορικά με τον θηλασμό, ο οποίος μειώνει την έκθεση στα οιστρογόνα.

Συλλέχθηκαν τέλος πληροφορίες σχετικά με την κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα, το γενικό ιατρικό υπόβαθρο και το ιστορικό εγκυμοσύνης, αποβολών και από τους στόματος λήψης αντισυλληπτικών για κάθε γυναίκα.

Οι ερευνητές συνέχισαν να παρακολουθούν τις συμμετέχουσες στη μελέτη για περίπου εννέα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων σημειώθηκαν περίπου 15.000 εγκεφαλικά επεισόδια, στη συντριπτική τους πλειοψηφία (12.000) ισχαιμικά.

Στη συνέχεια, οι συμμετέχουσες χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες που κυμαίνονταν από το μικρότερο χρονικό διάστημα μεταξύ της πρώτης εμμήνου ρύσεως και της εμμηνόπαυσης (31 έτη) μέχρι το μεγαλύτερο (36 έτη).

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που ανήκαν στην ομάδα με τη μεγαλύτερη έκθεση σε οιστρογόνα, είχαν 5% χαμηλότερο κίνδυνο για ισχαιμικό εγκεφαλικό και 13% χαμηλότερο κίνδυνο για αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, σε σύγκριση με τις γυναίκες που ανήκαν στην ομάδα μικρότερης έκθεσης.

Έλαβαν υπόψη ένα ευρύ φάσμα άλλων παραγόντων που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εγκεφαλικού, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση, η μεγαλύτερη ηλικία, η καθιστική ζωή και το ιστορικό καπνίσματος.

Διαπίστωσαν ακόμη ότι η υψηλότερη συνολική έκθεση σε οιστρογόνα -πέρα από τον αριθμό των ετών μεταξύ της εμμήνου ρύσεως και της εμμηνόπαυσης- συνέβαλε επίσης σε χαμηλότερο συνολικό κίνδυνο εγκεφαλικού.

Το εύρημα δείχνει ότι οι γυναίκες που βιώνουν περισσότερες θνησιγένειες, αποβολές ή διακοπή κύησης μπορεί να αντιμετωπίσουν υψηλότερο κίνδυνο για εγκεφαλικό, ενώ όσες λαμβάνουν από του στόματος αντισυλληπτικά μπορεί να δουν τον κίνδυνο να μειώνεται.

Απαιτείται περισσότερη έρευνα για την πλήρη κατανόηση της σχέσης μεταξύ οιστρογόνων και κινδύνου εγκεφαλικού, τονίζουν οι επιστήμονες.

Αναφορικά με τον λόγο που η μεγαλύτερη έκθεση στα οιστρογόνα μπορεί να προσφέρει στις γυναίκες προστασία έναντι του εγκεφαλικού, οι ειδικοί εικάζουν ότι σχετίζεται με τις νευροπροστατευτικές ιδιότητές τους, οι οποίες συμβάλλουν στον περιορισμό του κινδύνου κυτταρικής δυσλειτουργίας διατηρώντας παράλληλα την υγεία του νευρικού συστήματος.

Η Song πρόσθεσε: «Έχει αποδειχθεί ότι έχουν βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων», βοηθώντας στη χαλάρωση και διεύρυνση των αιμοφόρων αγγείων, βελτιώνοντας τη ροή του αίματος και μειώνοντας κατά συνέπεια τον κίνδυνο για ισχαιμικό εγκεφαλικό.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Neurology.