Επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις στη μετεμμηνόπαυση: Τα «ένοχα» βακτήρια
Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, στο Ντάλας, εντόπισαν συγκεκριμένα βακτήρια στην ουροδόχο κύστη που μπορεί να υποδεικνύουν ποιες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς σε υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος.
Διαπίστωσαν ότι τα οιστρογόνα μπορεί να παίζουν ρόλο στη μείωση αυτής της ευαισθησίας.
«Βρήκαμε μια πολύ ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των ευεργετικών βακτηρίων στην ουροδόχο κύστη και της χρήσης οιστρογόνων ορμονοθεραπείας σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες», δήλωσε η Δρ. Nicole De Nisco, επίκουρη καθηγήτρια βιολογικών επιστημών στη Σχολή Φυσικών Επιστημών και Μαθηματικών.
«Τα οιστρογόνα είναι σημαντικά όχι μόνο στη ρύθμιση των αναπαραγωγικών διεργασιών, αλλά και στη διαμόρφωση του χημικού περιβάλλοντος ολόκληρου του σώματος. Όταν οι γυναίκες χάνουν αυτές τις ορμόνες, χάνουν και τα οφέλη τους».
Οι ερευνητές βρήκαν ισχυρή σύνδεση μεταξύ των λεγόμενων «καλών» βακτηρίων και των οιστρογόνων σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χωρίς ιστορικό ουρολοιμώξεων.
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος είναι από τις πιο κοινές βακτηριακές λοιμώξεις των ενηλίκων και επιβαρύνουν ιδιαίτερα την υγεία των γυναικών, καθώς πάνω από το 50% εμφανίζουν ουρολοίμωξη στη διάρκεια της ζωής τους. Η ηλικία αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες κινδύνου για ουρολοίμωξη.
Οι ερευνητές εξέτασαν 75 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες:
- Όσες δεν είχαν ιστορικό ουρολοίμωξης.
- Όσες είχαν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις και είχαν συμπτώματα τη στιγμή της εξέτασης.
- Όσες είχαν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις αλλά δεν είχαν συμπτώματα κατά τη στιγμή της εξέτασης.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι ουρολοιμώξεις και τα οιστρογόνα διαμορφώνουν την ομάδα όλων των μικροβίων -που ονομάζεται μικροβίωμα- που βρίσκονται στο ουροποιητικό και το γεννητικό σύστημα των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών.
«Διαπιστώσαμε ότι οι γυναίκες με ιστορικό επαναλαμβανόμενων ουρολοιμώξεων αλλά επί του παρόντος αρνητικές σε ουρολοίμωξη, είχαν ένα μικροβίωμα με μικροοργανισμούς ικανούς να προκαλούν ασθένειες του ουροποιητικού συστήματος ενώ είχαν και λιγότερα καλά βακτήρια» είπαν οι ερευνητές.
Αντίθετα, πολλές από τις γυναίκες που λάμβαναν θεραπεία με οιστρογόνα δεν είχαν τα «κακά» βακτήρια στην κύστη τους.
Οι ερευνητές είπαν ότι η μεγαλύτερη ποσότητα οιστρογόνων στα ούρα, συσχετίζεται με την επικράτηση καλών βακτηρίων, όπως είναι οι γαλακτοβάκιλλοι, στο μικροβίωμα.
Διαπίστωσαν επίσης ότι το μικροβίωμα των γυναικών με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, περιείχε περισσότερα γονίδια αντίστασης στα αντιβιοτικά από αυτό των γυναικών χωρίς ιστορικό ουρολοίμωξης.
Τα γονίδια αντίστασης στα αντιβιοτικά μπορούν να ανταλλάσσονται μεταξύ των κυττάρων, επιτρέποντας την ταχεία εξάπλωση της αντίστασης μέσω ενός πληθυσμού βακτηρίων, καθιστώντας έτσι τις λοιμώξεις πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν.
Παρότι τα αντιβιοτικά είναι αποτελεσματικά στην καταπολέμηση των βακτηρίων που προκαλούν ασθένειες, οι ειδικοί τονίζουν ότι η συνταγογράφηση αντιβιοτικών όταν δεν χρειάζονται -κάτι που αυξάνει την μικροβιακή αντοχή και την αντίσταση στα αντιβιοτικά- αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στη θεραπεία των ουρολοιμώξεων.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα σε άλλες θεραπείες, όπως είναι τα προβιοτικά και τα οιστρογόνα.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Cell Reports Medicine.